Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελασσώνος κυρός Βασίλειος (Κολόκας) γεννήθηκε στο Νησί των Ιωαννίνων στις 3 Μαρτίου του έτους 1953. Οι ευσεβείς γονείς του Σπυρίδων και Αλεξάνδρα, απέκτησαν τρία παιδιά με πρώτο τον Βασίλειο ενώ ακολούθησαν ο Άγγελος και η Μάρθα. Αναθρεμμένος με τα Ορθόδοξα νάματα της πίστεώς μας μέσα στην χριστιανική αυτή οικογένεια, από την παιδική του ακόμη ηλικία ξεχώριζε μεταξύ των συνομηλίκων του, στην μικρή κοινωνία του Νησιού. Η ευσέβειά του, η καλοσύνη του, η προσήνειά του, η ζωντανή του πίστη, η αγάπη του για την Εκκλησία ήταν κάποια από τα βασικά σημεία του χαρακτήρος του.
Η χριστιανική αγωγή των γονέων του, οι ευλαβείς, αξιοπρεπείς και φιλακόλουθοι ιερείς και η γνήσια εκκλησιαστική παράδοση που διατηρούνταν ακόμη στο Νησί εξ αιτίας του πλήθους των, εγκαταλελειμμένων τότε πλέον, μοναστηριών του, επηρέασαν θετικά την παιδική ψυχή του.
Ο ευσεβής ζήλος του φουντώνει. Η αγάπη του για τον Χριστό και την Εκκλησία, γίνεται πλέον φλόγα που τον καίει και δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Θεωρεί πως τα χρόνια του περνούν και χάνονται, διότι επιθυμία του είναι να αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό. Αρχίζει να κάνει οικονομίες από το χαρτζιλίκι του, φυλάσσοντας τα χρήματα στο σπίτι του, στο πίσω μέρος μια εικόνας της Παναγίας, έχοντας κόψει διακριτικά το χαρτόνι της κορνίζας. Οι γονείς του, που για κάποια χρόνια έλειπαν στην Γερμανία για δουλειά, βλέποντας τις κινήσεις του και αντιλαμβανόμενοι τις διαθέσεις του, επιστρέφουν μόνιμα στην Ελλάδα.
Διανύοντας, όμως, την Ε΄ τάξη του εξαταξίου Γυμνασίου, κατά το σχολικό έτος 1970-1971, εγκαταλείπει την οικογένειά του, το σπίτι του, το Νησί του. Φεύγει για το Άγιον Όρος και φτάνει στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, στις 8 Απριλίου 1971. Ο πατέρας του, με τη δικαιολογία ότι ήταν ανήλικος, δεν υπογράφει σχετικό έγγραφο για την παραμονή του στον Άθωνα και επανέρχεται στο Νησί.
Ένα έτος, όμως, αργότερα, βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του υιού του και την ιδιαίτερη σύνδεσή του με την Εκκλησία, συγκαταβαίνει και δίνει την ευχή του. Έτσι, στις 15 Απριλίου 1972, επιστρέφει στη Μονή της μετανοίας του και τελείται η κουρά του σε μοναχό, διατηρώντας και το όνομα του Αγίου του, του Μεγάλου Βασιλείου, εκπληρώνοντας τον πολυετή πόθο του να καταταχθεί στη μοναχική πολιτεία και να ενδυθεί το ευλογημένο ράσο.
Η γνωριμία του με τον Μητροπολίτη Ελασσώνος Σεβαστιανό, αλλάζει όλη την εξέλιξη της πορείας της ζωής του. Ο Θεός, όπως φάνηκε με τα χρόνια, τον προόριζε προς άλλη κατεύθυνση. Παρά την αγάπη και συμπαράσταση που δέχθηκε από τους πατέρες της Μονής, που πάντοτε ο ίδιος ομολογούσε και δεν ξεχνούσε, παίρνει απολυτήριο (9 Αυγ. 1972) από τη Μονή Βατοπεδίου και γράφεται στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Παναγίας Ολυμπιωτίσσης στην Ελασσώνα (28 Σεπ. 1972), όπου και εγκαθίσταται.
Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός σύντομα τον διορίζει (1 Νοε. 1972) Βοηθό Διευθυντού και Επιμελητή του οικοτροφείου «Η Ολυμπιώτισσα», ανανεώνοντας τον διορισμό κάθε χρόνο. Ένα έτος αργότερα διορίζεται και ηγουμενοσύμβουλος της Μονής του (28 Σεπ. 1973). Παράλληλα εγγράφεται στο Γυμνάσιο της Ελασσώνος, στην Ε΄ τάξη, για να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες γυμνασιακές σπουδές του, που κράτησαν μέχρι το 1975.
Με την ολοκλήρωση των σπουδών και λαμβάνοντας το απολυτήριο τον Ιούνιο του 1975, φθάνει η μεγάλη στιγμή της ζωής του. Εισέρχεται πλέον και στις τάξεις του ανωτέρου Κλήρου.
Ο προστάτης του, ο Ελασσώνος Σεβαστιανός, που τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, αποφάσισε να τον χειροτονήσει Διάκονο. Έτσι, και με τη συμμαρτυρία του ηγουμένου της Μονής Ολυμπιωτίσσης αρχιμανδρίτου Ισιδώρου Διβράμη, χειροτονείται Διάκονος στις 6 Ιουλίου 1975. Η χειροτονία τελέσθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Δημητρίου στην Ελασσώνα, στον οποίο και έλαβε τον διορισμό του.
Το φθινόπωρο του ίδιου έτους, με την παρότρυνση του Μητροπολίτου Ελασσώνος, εγγράφεται στη Ριζάριο Ανωτέρα Ιερατική Σχολή των Αθηνών. Φεύγει από την Ελασσώνα και κατεβαίνει στην Αθήνα για τις σπουδές. Εκεί διορίζεται Διάκονος, με απόσπαση λόγω σπουδών, στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου της οδού Μετσόβου, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ.
Ο Αρχιεπίσκοπος, που τον γνώριζε ακόμη από όταν ήταν Μητροπολίτης Ιωαννίνων, τον προστάτευσε και του συμπαραστάθηκε δείχνοντάς του πατρική αγάπη. Έλεγε αργότερα με συγκίνηση ο μακαριστός Μητροπολίτης Βασίλειος: «ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ήταν πατρικός και μας αγαπούσε πολύ (ενν. τους κληρικούς του), και ιδιαίτερα εμένα που με γνώριζε από παιδί».
Η παραμονή του στην Πρωτεύουσα ήταν διετής, όσο κράτησε και η φοίτησή του στη Ριζάριο Σχολή. Οι αναμνήσεις του, αργότερα, από τα δυο αυτά χρόνια ήταν ευχάριστες και συγκινητικές για τον ίδιο, διότι τόσο στην ενορία του όσο και στη Σχολή όλοι τον αγαπούσαν και τον συμπαθούσαν. Ο χαρισματικός και διακριτικός χαρακτήρας του και οι πλούσιες αρετές του, δεν άφηναν σε κανέναν περιθώρια να του συμπεριφερθεί με δολιότητα και κακία.
Στις 2 Ιουλίου 1977 λαμβάνει το Πτυχίο της Σχολής και αμέσως μετά, στον καθορισμένο χρόνο, δίνει εισιτήριες εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Πετυχαίνει, στις εξετάσεις, στο Ποιμαντικό Τμήμα της Θεολογικής Σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το οποίο θα ολοκληρώσει το φθινόπωρο του έτους 1981 (πτυχίο: 9 Δεκ. 1981).
Οι σπουδές στη Θεολογική Σχολή τον ευχαριστούν και τον ικανοποιούν, αλλά, η λειτουργική ζωή τον συνεπαίρνει. Χαίρεται τις ακολουθίες και τις ζει. Την ομορφιά της Θείας Λειτουργίας και των Ιερών Ακολουθιών, δεν θα πάψει μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του να την επιθυμεί και να την επιδιώκει.
Με την επιτυχία του στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, διορίζεται Διάκονος (1 Νοε. 1977) στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Σε περίπου ένα χρόνο (4 Αυγ. 1978) διορίζεται για μικρό διάστημα στον Ιερό Ναό Αναλήψεως του Κυρίου και στις 18 Αυγούστου 1978 στον Ιερό Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Παναγούδας. Θα παραμείνει στο Ναό αυτό μέχρι τη χειροτονία του σε Πρεσβύτερο.
Η χειροτονία του, σε Πρεσβύτερο, τελέσθηκε στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης στις 27 Μαΐου 1979, την Κυριακή του Τυφλού. Τον χειροτόνησε και πάλι ο Ελασσώνος Σεβαστιανός, με έγκριση και του οικείου Μητροπολίτου, του Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, διότι ακόμη ανήκε οργανικά στη Μητρόπολη της Ελασσώνος και ήταν εγγεγραμμένος στο μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Ολυμπιωτίσσης. Την ίδια ημέρα του δόθηκε και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου.
Με τη χειροτονία του διορίσθηκε Ιερατικός Προϊστάμενος στον Ιερό Ναό Αγίου Θεράποντος, στην περιοχή της Κάτω Τούμπας Θεσσαλονίκης. Τον Ιερό αυτό Ναό υπηρέτησε με αφοσίωση και ζήλο για 16 χρόνια, μέχρι την εκλογή του σε Μητροπολίτη Ελασσώνος, στις 19 Ιουλίου 1995.
Εργάσθηκε ασταμάτητα για να τελειοποιήσει το Ναό. Τον εξωράισε εσωτερικά και εξωτερικά στολίζοντάς τον με πολύτιμα και αξιολογότατα ιερά σκεύη, ανεγείροντας πνευματικό κέντρο, χτίζοντας την καλαίσθητη μοναστηριακή Φιάλη του Αγιασμού και πολλά άλλα. Σημαντικό και μνημειώδες επίσης έργο ήταν η ολοκλήρωση της Αγιογράφησης του Ναού, που πραγματοποιήθηκε από την Αγιορείτικη Αδελφότητα των σπουδαίων αγιογράφων των Παχωμαίων.
Είχε άψογη συνεργασία με τους συνεφημερίους του π. Παναγιώτη, π. Χριστόδουλο και π. Γεώργιο, ακόμη και τους διακόνους που πέρασαν από τον Ναό, π. Παύλο και π. Αθανάσιο, τους μετέπειτα Μητροπολίτες Χαλεπίου (Πατριαρχείο Αντιοχείας) και Λεμεσού Κύπρου, χωρίς να ανταλλάξουν όλα τα χρόνια την παραμικρή άσχημη κουβέντα.
Τον σεβασμό και την αγάπη που σκόρπιζε σε όλους τους ανθρώπους της ενορίας του (κληρικούς και λαϊκούς) ο Θεός του τα επέστρεφε πλούσια. Όλοι οι άνθρωποι τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν υπερβαλλόντως.
Τον Άγιο Θεράποντα τον ευλαβούνταν πολύ. Πάντοτε τον μνημόνευε, μεταξύ των Αγίων, στις Απολύσεις των Ιερών Ακολουθιών. Πάντοτε μιλούσε με συγκίνηση για τα χρόνια που πέρασε στον Ιερό αυτό Ναό.
Παράλληλα, με την ευθύνη του στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντος, ανέλαβε, πρώτα ως Ηγουμενεύων (1 Φεβ. 1987), και έπειτα ως Ηγούμενος, στις 6 Σεπτεμβρίου 1988, την καθοδήγηση της Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης. Τότε, διαγράφεται οριστικά και από την Μητρόπολη Ελασσώνος και την Ιερά Μονή Ολυμπιωτίσσης.
Η διακονία του στην Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας, θα αποτελέσει σημαντικό σταθμό στην ανάπτυξη των διορθοδόξων σχέσεων τόσο της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης όσο και του ιδίου. Πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς και αντιπροσωπείες των ελληνόφωνων και σλαβόφωνων Πατριαρχείων καταφθάνουν και φιλοξενούνται αβραμιαία από τον ηγούμενο Βασίλειο. Φοιτητές, έλληνες και ξένοι, βρίσκουν συμπαράσταση και κατάλυμα κάτω από τη στέγη της Αγίας Θεοδώρας.
Με την άψογη συνεργασία του κατά την παραμονή των ξένων αντιπροσωπειών στην Ελλάδα και τη Μονή της Αγίας Θεοδώρας, τον διπλωματικό του χαρακτήρα και τα πολλά του ταξίδια στο εξωτερικό, καταφέρνει να χτίσει μια μεγάλη γέφυρα, που όλα τα χρόνια της ζωής του, θα ενώνει την Εκκλησία της Ελλάδος ιδιαίτερα με τα σλαβόφωνα Πατριαρχεία. Η παρουσία του σ’ αυτά, αποτελούσε πάντοτε σταθεροποιητικό παράγοντα και συνδετικό κρίκο φιλίας και συνεργασίας.
Έχοντας συμπληρώσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εγγραφή του στον Κατάλογο των προς Αρχιερατείαν Εκλογίμων, και έπειτα από την σχετική πρόταση του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, εγγράφεται σ’ αυτόν τον Οκτώβριο του έτους 1989 (6 Οκτ.), κατά την τακτική σύγκληση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το έτος 1995, βλέποντας και συνειδητοποιώντας την ασθενική κατάστασή του ο γηραιός Μητροπολίτης Ελασσώνος Σεβαστιανός, παίρνει την οριστική απόφαση να παραιτηθεί των διοικητικών του καθηκόντων. Καταθέτει την παραίτησή του στην Ιερά Σύνοδο, και παρακαλεί με πολύ σεβασμό, αν ευαρεστηθεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ και οι Συνοδικοί Αρχιερείς, να ψηφίσουν ως διάδοχό του τον αρχιμανδρίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Βασίλειο.
Η απόφαση του Ελασσώνος Σεβαστιανού συγκίνησε την Ιεραρχία και η παράκλησή του έτυχε ευμενούς αποδοχής. Έγινε, επίσης, αποδεκτή με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, διότι οι περισσότεροι Ιεράρχες γνώριζαν τον Βασίλειο και τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα.
Έτσι, και λόγω των τριών κενωθεισών Μητροπολιτικών εδρών, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ελασσώνος και Σάμου και Ικαρίας, προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 19 Ιουλίου 1995. Η επιθυμία του «παππού», όπως ανέφερε αργότερα ο μακαριστός Βασίλειος τον Γέροντά του Ελασσώνος Σεβαστιανό, έγινε πραγματικότητα. Με ικανή πλειοψηφία (48 ψήφους) εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος. Στις Μητροπόλεις Ναυπάκτου και Σάμου εκλέχθηκαν αντίστοιχα οι αρχιμανδρίτες Ιερόθεος (Βλάχος) και Ευσέβιος (Πιστολής).
Δυο ημέρες αργότερα, στις 21 Ιουλίου 1995, τελέσθηκε και η χειροτονία σε Επίσκοπο, του εψηφισμένου Θεοφιλεστάτου Βασιλείου στον Ιερό Ναό του Αποστόλου Παύλου της οδού Ψαρών. Στον Ναό αυτό ήταν εφημέριος ως αρχιμανδρίτης ο Σεβαστιανός, γι’ αυτό ζήτησε από τον ασθενούντα Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, την τέλεση της χειροτονίας στον τόπο αυτό.
Το παράδοξο και συγκινητικό, όπως ομολογούσαν όλοι την ημέρα εκείνη ήταν ότι: «ο πρώην Ελασσώνος χειροτονεί τον Ελασσώνος». Ήταν μια πραγματικά ιστορική στιγμή, καθώς και το γεγονός ότι ο πρώην Μητροπολίτης τελούσε ο ίδιος και την τρίτη χειροτονία του Βασιλείου (Διάκονο, Πρεσβύτερο, Επίσκοπο).
Είναι πανθομολογούμενο ότι ο Σεβασμιώτατος Βασίλειος, γηροκόμησε κατά τον καλύτερο τρόπο τον Γέροντά του, ως αληθινός πνευματικός υιός, μέχρι την προς Κύριον εκδημία του (1998). Επίσης, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό τη Μητρόπολη που του εμπιστεύθηκε ο Θεός και η Εκκλησία, προσφέροντας στον πνευματικό του πατέρα πλούσια ικανοποίηση και χαρά για την επιλογή του.
Η ενθρόνιση πραγματοποιήθηκε δυο μήνες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1995, μέσα σε κλίμα συγκίνησης και ενθουσιασμού. Όλες οι εκκλησιαστικές, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές παρατάχθηκαν να υποδεχθούν τον νέο Μητροπολίτη τους. Η πρώτη συνάντηση έγινε στα όρια της Μητροπόλεως, στο ύψωμα της Μελούνας, και από εκεί όλοι μαζί κατέβηκαν στην Ελασσώνα.
Από την πρώτη κιόλας ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα στη Μητρόπολη, επιδόθηκε με ζήλο στην αναδιοργάνωση της επαρχίας του και την πνευματική της ενίσχυση και καλλιέργεια. Το σπουδαίο είναι, πως ό,τι έκανε στη Μητρόπολή του το έκανε με ταπείνωση και πίστη στο Θεό. Ποτέ δεν ήθελε να κάνει επιδείξεις, ούτε έλεγε μεγάλα λόγια. Πάντοτε ήσυχα και ταπεινά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και φαμφάρες.
Λειτουργούσε, κήρυττε και κατηχούσε, ως «αληθινός ποιμένας» και όχι ως «μισθωτός», σ’ όλα τα χωριά, ακόμη και στα παρεκκλήσια. Θεωρούσε τη Θ. Λειτουργία ως το ανώτερο καθήκον του Ποιμένα, πράγμα που μέχρι και την τελευταία περίοδο της ασθενείας του προσπαθούσε και επιθυμούσε να συνεχίσει.
«Πρώτο μέλημα ενός νέου Επισκόπου», όπως έλεγε ο ίδιος, «είναι να εξετάσει εάν υπάρχουν κάποιοι τοπικοί Άγιοι στην Επαρχία του». Με πολύ χαρά, και κατά θαυμαστό και απροσδόκητο τρόπο έμαθε πως, εκτός από τον Άγιο Βησσαρίωνα που εκλέχθηκε Επίσκοπος Ελασσώνος και στη συνέχεια Λαρίσης, υπάρχει και κάποιος Αρσένιος, Επίσκοπος και πάλι, Ελασσώνος ο οποίος μετέβη στη Ρωσία και κοιμήθηκε και ενταφιάσθηκε εκεί. Σύντομα ξεκίνησε όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες, για να εντοπίσει τόσο τον Άγιο Αρσένιο όσο και ιστορικά στοιχεία όπως χειρόγραφα, βιβλιογραφία, αντικείμενά του κ.α.
Η αρχή ήταν δύσκολη και πολλαπλά εμπόδια αντιστεκόταν στις προσπάθειές του. Η Ρωσία ήταν ένα διαφορετικό Εκκλησιαστικό κλίμα και ένα διαφορετικό κράτος. Χωρίς γνώση της γλώσσας και χωρίς πολλά στοιχεία για τον Άγιο η εντόπισή του φάνταζε όνειρο. Όμως, όπως έλεγε ο ίδιος, πίσω από αυτά τα εμπόδια διέβλεπε και διαισθανόταν κάτι καλό, μια επιτυχία, μια ευλογία του Θεού και του Αγίου. Εκεί που τα πράγματα δυσκόλευαν, ερχόταν αμέσως νέες εκπλήξεις.
Οι γνωριμίες του, που είχε αναπτύξει κατά την θητεία του ως Ηγουμένου της Μονής της Αγίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης, ωφέλησαν πολύ. Γνωστοί του αρχιερείς και ιερείς σιγά σιγά τον κατεύθυναν προς τη σωστή οδό.
Έμαθε πως η Ρωσική Εκκλησία είχε αγιοκατατάξει τον Αρσένιο Ελασσώνος ήδη περίπου από το 1980. Επίσης, ότι είχε ενταφιαστεί στο δάπεδο ενός Ναού στο Σούσδαλ. Όμως στο Ναό αυτό, λόγω της αρχαιολογικής του αξίας, ήταν αδύνατο να γίνει οποιαδήποτε επέμβαση. Μετά την πληροφορία της αγιοκατατάξεως από τη Ρωσική Εκκλησία, ο Σεβασμιώτατος έθεσε τον θεμέλιο λίθο για την ανέγερση Ιερού Ναού προς τιμήν του Αγίου.
Τελικώς, «όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις». Έτσι, με ενέργειές του, με τη συγκατάθεση του Πατριάρχου Μόσχας Αλεξίου και του επιτοπίου Ἀρχιεπισκόπου Βλαδίμηρ καί Σούσδαλ Ευλογίου, και την «τυχαία»(;) απόφαση της αρχαιολογικής υπηρεσίας για ανακαίνιση του δαπέδου του συγκεκριμένου Ναού, έφθασε το ποθούμενο.
Έγινε ανακομιδή του ιερού λειψάνου του Αγίου, και μέσα σε κλίμα πανηγυρικό, επίσημο και συγκινητικό, στο Πατριαρχείο της Μόσχας πραγματοποιήθηκε η επίδοση τεμαχίων του ιερού λειψάνου από τον Πατριάρχη Αλέξιο στον Σεβασμιώτατο Βασίλειο.
Η έλευση των ιερών λειψάνων του Αγίου Αρσενίου, στον Ιερό Ναό που είχε ήδη ανεγερθεί προς τιμήν του, ήταν μια μοναδική ιστορική στιγμή για την Ελασσώνα. Ο Άγιος επέστρεφε στον τόπο του μετά από 400 περίπου χρόνια. Στις 17 Ιουνίου 2006, μετά από δέκα περίπου χρόνια αγώνων και αγωνιών του Σεβασμιωτάτου, έγινε η επίσημη υποδοχή. Παρόντες ήταν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, πλειάδα αρχιερέων, ιερέων, τοπικοί φορείς και αρχές και πλήθος κόσμου. Τον Νοέμβριο του έτους 2010 πραγματοποιήθηκε και η επίσημη αγιοκατάταξη του Αρσενίου Ελασσώνος και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επί Πατριαρχείας της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Σημαντικό έργο του Σεβασμιωτάτου αποτέλεσε η ανακαίνιση του Μητροπολιτικού Μέγαρου. Επίσης, θεμελίωσε και εγκαινίασε Ιερούς Ναούς και Πνευματικά Κέντρα σε όλες σχεδόν τις Ενορίες της Μητροπόλεως. Χειροτόνησε πολλούς νέους και μορφωμένους κληρικούς. Καθιέρωσε μηνιαίες ιερατικές συνάξεις με διακεκριμένους ομιλητές, όπως Αρχιερείς και Καθηγητές Πανεπιστημίου, καθώς η κατάρτιση του Ιερού Κλήρου ήταν μόνιμη μέριμνά του. Ταυτόχρονα, ενδιαφερόμενος για την πνευματική ανύψωση του ποιμνίου του, διοργάνωνε πνευματικές εκδηλώσεις με ομιλητές πατέρες από το Άγιο Όρος και αλλού.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στην ανάπτυξη του Μοναχισμού στην Επαρχία του. Φεύγοντας από αυτή τη ζωή, άφησε έξι Μοναστήρια σε λειτουργία (ανδρικό: Ι.Μ. Σπαρμού, γυναικεία: Ι.Μ. Ολυμπιωτίσσης, Ι.Μ. Αναλήψεως, Ι.Μ. Λιβαδίου, Ι.Μ. Κανάλων και Ι.Μ. Δασοχωρίου).
Υπήρξε ιδιαίτερα φιλομόναχος. Το απέδειξε και στη Μητρόπολή του αλλά και έξω από τα όρια αυτής, διότι συχνά επισκεπτόταν Μοναστήρια και ιδιαίτερα τη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους. Στο Άγιον Όρος, το οποίο ευλαβούνταν, τέλεσε πλείστες πανηγύρεις και αγρυπνίες, χειροτονίες και κουρές.
Αγάπησε με όλη του την δύναμη τον μοναχισμό, τον οποίο άλλωστε και βίωνε ως το τέλος της επίγειας ζωής του, με παραδειγματική εμπιστοσύνη στον Θεό, ασκητική λιτότητα και φιλακόλουθο πνεύμα. Πίστευε, πως το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής καλλιέργειας του ποιμνίου του, θα προερχόταν από τις Ιερές Μονές, όπως και έγινε. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά: «θέλω να γεμίσω την επαρχία μου με μοναστήρια, και έπειτα αυτά θα κάνουν τη δουλειά τους».
Κατάφερε να ανακαινίσει, με άμεση, προσωπική επίβλεψη και φωτισμένες υποδείξεις, όλα τα ιστορικά μοναστήρια της περιοχής, καθιστώντας τα κατάλληλα προς στελέχωση. Η παρουσία του ήταν έντονη στην ζωή των μονών και το ενδιαφέρον του συνεχές. Με ενέργειές του έγιναν προσβάσιμες όλες οι Ιερές Μονές της Μητροπόλεως, αφού φρόντισε να ανοιχθούν και ασφαλτοστρωθούν οι οδοί που οδηγούν σε αυτές. Επίσης φρόντισε για την ύδρευση, τον ηλεκτροφωτισμό τους και κάθε τι αναγκαίο.
Σημαντικοί σταθμοί στην αρχιερατική του πορεία, αποτέλεσαν και κάποιες επίσημες επισκέψεις, εκκλησιαστικών και πολιτικών προσώπων, που πραγματοποιήθηκαν κατά καιρούς.
Η έλευση της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου αποτέλεσε την κορωνίδα των επισήμων επισκέψεων. Η επίσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε τον μήνα Σεπτέμβριο του έτος 2009, έπειτα από πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου, και διήρκεσε από την Παρασκευή 18 του μηνός μέχρι τη Δευτέρα 21. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε την ευκαιρία, στην τετραήμερη αυτή επίσκεψη, να επισκεφθεί τους σημαντικότερους και αντιπροσωπευτικότερους τόπους της Μητροπόλεως, να ευλογήσει την επαρχία και να θαυμάσει το πολυσχιδές έργο του Σεβασμιωτάτου.
Σημαντικές ήταν επίσης και οι επίσκεψεις του μακαριστού Πατριάρχου Βουλγαρίας Μαξίμου, του Αρχιεπισκόπου Τσεχίας και Σλοβακίας κ. Χριστοφόρου (15 Αυγ. 2006), του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου (2 Νοε. 2010) και οι πολλές επισκέψεις του Αρχιεπισκόπου Εσθονίας κ. Στεφάνου, ο οποίος μάλιστα μετέφερε στη Ι.Μονή Σπαρμού, με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου, τμήματα ιερών λειψάνων των Εσθονών Ιερομαρτύρων Μιχαήλ και Νικολάου.
Λίγους μήνες πριν την προς Κύριον εκδημία του, τον Δεκέμβριο 2013, κάλεσε και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ.κ. Θεόδωρο, παλαιό γνώριμό του. Και ενώ είχε ορισθεί η ημερομηνία στις 9 Μαΐου 2014, δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος θεωρούσε τον Σεβασμιώτατο έναν από τους στενούς του συνεργάτες, και τους συνέδεε αληθινή φιλία, επισκέφθηκε αρκετές φορές την Επαρχία του και ως Μητροπολίτης Δημητριάδος και ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Πολλές επισκέψεις στη Μητρόπολη πραγματοποίησε και ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ.κ. Ιερώνυμος. Έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στο πρόσωπο του Σεβασμιωτάτου Βασιλείου και τον θεωρούσε τον σημαντικότερο συνεργάτη του.
Τέλος, δυο σπουδαίες επισκέψεις Πολιτικών προσωπικοτήτων, ήταν πρώτα η έλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, με την ευκαιρία των Ελευθερίων της Ελασσώνος του έτους 1997 (6 Οκτ.), ο οποίος επισκέφθηκε και προσκύνησε την Ι.Μονή Ολυμπιωτίσσης. Και για τον ίδιο λόγο η έλευση, κάποια χρόνια αργότερα (6 Οκτ. 2007), του συντοπίτη του (από το Νησί των Ιωαννίνων), επίσης Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Καρόλου Παπούλια. Ο κ. Κάρολος Παπούλιας, μάλιστα φιλοξενήθηκε στην Ι.Μονή Σπαρμού, ενώ με την ευκαιρία της υποδοχής του, ο Σεβασμιώτατος επέστρεψε στην Μονή μια παλαιά εικόνα που φυλασσόταν στη Μητρόπολη, και αποτελεί πλέον την εφέστιο Εικόνα της Μονής.
Ενεργή ήταν η παρουσία και η συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου, κατά τον επετειακό εορτασμό των 100 ετών από την απελευθέρωση της Ελασσώνος από τον τουρκικό ζυγό, αλλά και όλης της Βορείου Ελλάδος, το έτος 2012. Το έτος αυτό πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις και έγιναν εκδόσεις που αφορούσαν την επέτειο αυτή, με την αμέριστη συμπαράσταση του Μητροπολίτου, ο οποίος ήταν πάντα παρών, όλα τα χρόνια, σε κάθε κοινωνική εκδήλωση της επαρχίας του. Μάλιστα τον μήνα Νοέμβριο του ίδιου έτους, κατόπιν προσκλήσεως της Κοινότητος του Αγίου Όρους, συμμετείχε και στις εκεί πανηγυρικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση του τόπου.
Όσον αφορά τις διαφόρου είδους εκδόσεις της Μητροπόλεως, ήθελε πάντα να είναι καλαίσθητες και προσεγμένες. Από τα κατ’ έτος ημερολόγια τσέπης μέχρι και τα ογκώδη βιβλία ενδιαφερόταν να έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο με γνώμονα την ιστορική αλήθεια και την σαφή ενημέρωση των αναγνωστών.
Αξιόλογες εκδόσεις βιβλίων της Μητροπόλεως αποτελούν:
– Ο ογκώδης τόμος 916 σελίδων για την ιστορία της Μητροπόλεως, τις Μονές, τις Ενορίες και τα κειμήλια: Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἐλασσῶνος. Οἱ ἐνορίες, οἱ Ἱερές Μονές καί τά κειμήλιά τους, Τούμπας Χαρ. (Ἀρχιμ.) (ἐπιμ.), Ἐλασσῶνα 2007.
– Το Κειμηλιαρχείο της Μονής Ολυμπιωτίσσης στο οποίο παρουσιάζονται όλα τα ιστορικά κειμήλια της Μονής: Ἱερά Μονή Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ὀλυμπιωτίσσης. «Το Κειμηλιαρχεῖον», Τούμπας Χαρ. (Ἀρχιμ.) καί Παπανικολάου Β. (Ἀρχιμ.) (ἐπιμ.), Ἐλασσῶνα 2009.
– Ο Βίος και η Ακολουθία του αγίου Αρσενίου Ελασσώνος: Ακολουθία του εν Αγίοις Πατρός ημών Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Ελασσώνος, Ιωήλ Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας (ποίημα), Ελασσώνα 2008.
– Βιβλίο για τον προκάτοχό του Καλλίνικο Λαμπρινίδη, ο οποίος θεμελίωσε και έχτισε τον Μητροπολιτικό Ναό αγ. Δημητρίου Ελασσώνος: Καλλίνικος Λαμπρινίδης Επίσκοπος Ελασσώνος (1924-1955), Βέλκος Γρηγόριος, Ελασσώνα 2009.
– Το Ιεροδρόμιο, με το χρονικό της ιστορικής επισκέψεως του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου τον Σεπτέμβριο του 2009: Ιεροδρόμιον, Τούμπας Χαρ. (Ἀρχιμ.) (ἐπιμ.), Ελασσώνα 2009.
– Βιβλίο για τον Ι.Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Δημητρίου Ελασσώνος: Ιερός Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Δημητρίου Ελασσώνος, Λάζαρης Κωνσταντίνος και Βέλκος Γρηγόριος, Ελασσώνα 2009.
– Τελευταίο βιβλίο αποτέλεσε η πανομοιότυπη έκδοση ενός χειρογράφου Ιερατικού του Πρωτοσυγκέλλου π. Χαρίτωνος Τούμπα: Ιερατικόν, Τούμπας Χαρ. (Ἀρχιμ.) (ποίημα), Ελασσώνα 2013.
Σημαντική ήταν η προσφορά του Σεβασμιωτάτου Βασιλείου και στα δρώμενα της Αθήνας και της Ιεράς Συνόδου. Η χαρισματική του προσωπικότητα, η ευστροφία και η οξύνοιά του, το ακέραιο του χαρακτήρος του τον αναδεικνύουν σε ηγετικές θέσεις στην Ιεραρχία.
Διετέλεσε τέσσερις φορές μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Και με τους τρεις Αρχιεπισκόπους Αθηνών που πρόλαβε, συνεργάσθηκε άψογα και εποικοδομητικά. Με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο έδωσε λύσεις σε πολλά καίρια προβλήματα, διότι ήταν ένας από τους συνεργάτες του.
Με τον νυν, όμως, Αρχιεπίσκοπο κ.κ. Ιερώνυμο η συνεργασία τους ήταν πολύ καρποφόρα. Τον συμβουλευόταν και τον εμπιστευόταν. Συσκεπτόταν για διάφορα εκκλησιαστικά θέματα.
Για τα θέματα που αφορούσαν τη σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας, συχνά είχαν συναντήσεις με τους Πρωθυπουργούς και τους Υπουργούς της εκάστοτε Κυβερνήσεως. Πολλά θέματα ξεκαθάρισαν υπέρ της Εκκλησίας, με τις συνετές και ακριβείς τοποθετήσεις του και ιδέες. Ιστορική θα μείνει και η ομιλία του από το βήμα της Ελληνικής Βουλής, εκπροσωπώντας την Εκκλησία της Ελλάδος.
Τέλος, αναγνωρισμένη είναι και η προσφορά του στον οικονομικό τομέα της Ιεράς Συνόδου. Πίστευε, πως τα δικαιώματά της η Εκκλησία δεν πρέπει να τα απεμπολεί, και πως εμείς φέρουμε ευθύνη για τις επόμενες γενεές, για το πώς με τις ενέργειές μας θα αξιοποιήσουμε τα κεκτημένα μας.
Από το έτος 2003 γίνεται μέλος της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ το 2011 Πρόεδρος της Διοικούσης Επιτροπής. Οι επιτυχημένες, διακριτικές και συνετές αποφάσεις και επιλογές του βοήθησαν πολύ, ιδιαίτερα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης της χώρας, στο να μείνει αλώβητη, καθαρή και σταθερή η οικονομική κατάσταση της Ιεράς Συνόδου.
Δυστυχώς όμως έφτασε και για τον Σεβασμιώτατο, νωρίς βέβαια, η ώρα της τελευτής του.
Μετά από λίγες ημέρες ενοχλήσεων από την επάρατο νόσο, η οποία βέβαια δούλευε πολύ καιρό μέσα του, έγινε από τους πατέρες της Μονής Σπαρμού, αναγκαστικά, η εισαγωγή του σε κλινική της Θεσσαλονίκης, στις 2 Μαΐου 2013. Τα πράγματα ήταν χειρότερα από ό,τι περίμενε. Καρκίνος του εντέρου με πολλαπλές μεταστάσεις. Ήταν πλέον αργά. Οι θεραπείες που διήρκεσαν ένα περίπου έτος, ήταν μόνο για να δοθεί κάποια παράταση ζωής και για να μην ταλαιπωρηθεί με πόνους.
Παρότι γνώριζε εξ αρχής την κατάστασή του, δεν το έβαλε κάτω, δεν μελαγχόλησε. Προσπαθούσε με όσες δυνάμεις είχε να είναι παρών σε κάθε θρησκευτική εκδήλωση. Ήθελε να βρίσκεται στο καθήκον μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Είχε πλήρη εμπιστοσύνη στο Θεό και την Πρόνοιά Του.
Ένα έτος προετοιμασίας, ένα έτος περισυλλογής. Χωρίς γογγυσμούς και μεμψιμοιρίες. Δεν ήθελε να στεναχωρήσει κανέναν γι’ αυτό δεν συζητούσε την κατάστασή του ούτε με τους οικείους του πατέρες της Μονής Σπαρμού και τους συγγενείς του, ούτε με τους φίλους και γνωστούς του.
Υπέμεινε με καρτερία την ασθένειά του μέχρι την τελευταία στιγμή. Το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν πως δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Έλεγε προς το τέλος: «Να με αξιώσει ο Θεός να λειτουργήσω και πάλι όπως παλαιότερα». Η Θ. Λειτουργία ήταν η ζωή του.
Έφυγε έτοιμος, τελικώς, από αυτή την πρόσκαιρη ζωή, διανύοντας το 61ο έτος της ζωής του, όπως το επιθυμούσε, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά, την Παρασκευή 16 Μαΐου 2014 και ώρα 11.05 π.μ., κοντά στους ανθρώπους που αγάπησε και στήριξε όλα τα χρόνια, τους πατέρες της Μονής Σπαρμού και τους κοντινούς συγγενείς του που τον επισκεπτόταν μέχρι την τελευταία ημέρα.
Μετακομίσθηκε στην Ελασσώνα και τον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου για λαϊκό προσκύνημα. Πραγματικά, τιμήθηκε και από τον κλήρο και από τον λαό. Ακυρώθηκαν οι προγραμματισμένες πολιτικές ομιλίες των υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές της προσεχούς Κυριακής. Κηρύχθηκε τριήμερο πένθος σ’ όλη την επαρχία, ενώ στεφάνι στη μνήμη του κατέθεσε μέχρι και ο Πρωθυπουργός της χώρας κ. Αντώνης Σαμαράς.
Η εξόδιος ακολουθία του πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα στις 19 Μαΐου. Η πάνδημη συμμετοχή κλήρου και λαού δημιούργησε τόσο κλίμα συγκίνησης όσο και πανηγύρεως. Η συμμετοχή, μάλιστα, υπέρ των 70 αρχιερέων με προεξάρχοντα τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ.κ. Ιερώνυμο, και τη συμμετοχή και εκπροσώπων των Πατριαρχείων, απέδειξε περίτρανα την πλήρη αποδοχή του στον Εκκλησιαστικό χώρο και την αληθινή εκτίμηση που έτρεφαν στο πρόσωπό του.
Η ταφή του ιερού σκηνώματός του έγινε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής Σπαρμού, την οποία τόσο αγάπησε και ανέδειξε.
Ο Θεός, που τον προίκισε με πλούσια χαρίσματα και όμορφες αρετές, διότι γνώριζε πως θα τα αξιοποιήσει, σαν τον δούλο των πέντε ταλάντων της παραβολής, τον πήρε κοντά Του. Τον πήρε κοντά Του για να απολαύσει τους καρπούς του θερισμού του. Ας έχουμε την ευχή του. Αιωνία του η μνήμη.