(†) Γέροντας Νεόφυτος Σκαρκαλάς

Ο Ιερομόναχος Νε­ό­φυ­τος Σκαρ­κα­λάς α­πο­τέ­λε­σε μια α­γι­α­σμέ­νη και πνευ­μα­τι­κή μορ­φή της Εκ­κλη­σί­ας μας των τε­λευ­ταί­ων ε­τών. Άν­θρω­πος α­γα­θός, χα­ρι­τω­μέ­νος, γε­μά­τος α­γά­πη και προ­σφο­ρά για τον συ­νάν­θρω­πο, και προ­παν­τός ι­ε­ρέ­ας με αί­σθη­ση ευ­θύ­νης, πι­στός στο κα­θή­κον του. Ό­λα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυ­τά πή­γα­ζαν α­πό την με­γά­λη του εμ­πι­στο­σύ­νη στην πρό­νοι­α του Θε­ού και την θερ­μή και ά­δο­λη πί­στη και α­γά­πη του σ’ Αυ­τόν. Α­γω­νί­σθη­κε με αυ­στη­ρό­τη­τα για την προ­σω­πι­κή του πνευ­μα­τι­κή προ­κο­πή. Αν­τί­θε­τα, έ­δει­χνε με­γά­λη συμ­πά­θεια και ευ­σπλα­χνί­α για την καλ­λι­έρ­γεια και α­γω­γή του πλή­θους των πνευ­μα­τι­κών του παι­δι­ών, ι­δι­αί­τε­ρα μέ­σα α­πό το Μυ­στή­ριο της Ι­ε­ράς Ε­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Γι’ αυ­τό και ο Θε­ός τον χα­ρί­τω­σε με θε­ϊ­κές δω­ρε­ές ώ­στε να α­να­παύ­ει και να κα­θο­δη­γεί τον κά­θε άν­θρω­πο που τον πλη­σί­α­ζε, α­να­ζη­τών­τας να τον βο­η­θή­σει να βρει την ο­δό της Σω­τη­ρί­ας.

 

Γεν­νή­θη­κε στις 20 Ι­ου­λί­ου 1917 στην Κο­ζά­νη και βα­πτί­στη­κε με το ό­νο­μα Να­ούμ. Οι ευ­σε­βείς γο­νείς του Ι­ω­άν­νης και Βα­ΐ­α, οι ο­ποί­οι α­πέ­κτη­σαν εν­νέ­α παι­διά, τον α­νέ­θρε­ψαν με τα ζω­η­φό­ρα νά­μα­τα της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας μας. Το ε­πάγ­γελ­μα του πα­τέ­ρα του ή­ταν βυρ­σο­δέ­ψης το ο­ποί­ο ε­ξά­σκη­σε για έ­να δι­ά­στη­μα και ο ί­διος. Με­τά την εγ­κύ­κλια εκ­παί­δευ­ση του δη­μο­τι­κού σχο­λεί­ου, ο πα­τέ­ρας του, λό­γο του οι­κο­γε­νεια­κού ε­παγ­γέλ­μα­τος, τον εγ­γρά­φει στην εμ­πο­ρι­κή σχο­λή (γυ­μνα­σια­κές σπου­δές). Στο τρί­το έ­τος της σχο­λής (1933) ό­μως δι­α­κό­πτει δι­ό­τι ό­πως α­νέ­φε­ρε ο ί­διος: «δεν με τρα­βού­σε τό­σο η σχο­λή ό­σο το α­να­λό­γιο».

Προ­σπα­θεί να δώ­σει ει­σι­τη­ρί­ους ε­ξε­τά­σεις για τη σχο­λή της Αγ.Α­να­στα­σί­ας στα Βα­σι­λι­κά Θεσ­σα­λο­νί­κης (1935) στην ο­ποί­α ό­μως δεν γί­νε­ται δε­κτός, δι­ό­τι στην εμ­πο­ρι­κή σχο­λή δεν δι­δά­χθη­κε το μά­θη­μα των θρη­σκευ­τι­κών. Έ­τσι πα­ρέ­μει­νε στην Κο­ζά­νη με τις λι­γο­στές γραμ­μα­τι­κές γνώ­σεις αλ­λά με α­πα­ρά­μιλ­λο ζή­λο για τα ι­ε­ρά Γράμ­μα­τα, τα ο­ποί­α με το χρό­νο ε­ξά­σκη­σε σε με­γά­λο βαθ­μό. Σ’ αυ­τό συ­νέ­βα­λε τό­σο το ψαλ­τή­ριο-α­να­λό­γιο ό­σο και ο με­γά­λος του πό­θος.

Α­πό μι­κρός εί­χε αι­σθαν­θεί την κλή­ση του προς την Εκ­κλη­σί­α γι’ αυ­τό σύν­το­μα α­νέ­λα­βε δρά­ση στο χώ­ρο αυ­τό. Ση­μαν­τι­κή βο­ή­θεια σ’ αυ­τήν την πο­ρεί­α της ζω­ής του δέ­χθη­κε α­πό μια α­φι­ε­ρω­μέ­νη στο Θε­ό, ο­νό­μα­τι Σουλ­τά­να (έ­πει­τα Μα­κρί­να μο­να­χή), η ο­ποί­α ξε­κί­νη­σε τα πρώ­τα κα­τη­χη­τι­κά μα­θή­μα­τα στην Κο­ζά­νη. Κα­τα­λυ­τι­κό ό­μως ρό­λο στη ζω­ή του έ­παι­ξε η γνω­ρι­μί­α και η πνευ­μα­τι­κή υι­ο­θε­σί­α του στον Η­γού­με­νο της Ι.Μ. Αγ.Δι­ο­νυ­σί­ου του Α­γί­ου Ό­ρους π. Γα­βρι­ήλ. Α­πό τό­τε άρ­χι­σε να σκέ­φτε­ται την α­φι­έ­ρω­σή του στο Θε­ό.

Το έ­τος 1933 πα­ρα­κο­λου­θεί μα­θή­μα­τα Βυ­ζαν­τι­νής Μου­σι­κής κον­τά σ’ έ­ναν ι­ε­ρέ­α-μου­σι­κό τον π.Πα­σχά­λη Πα­να­γι­ώ­του-Α­λιά­τη, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να συμ­με­τεί­χε στους χο­ρούς των ι­ε­ρο­ψαλ­τών του Ι­ε­ρού Μη­τρο­πο­λι­τι­κού Να­ού Αγ.Νι­κο­λά­ου Κο­ζά­νης Ι­ω. Πα­πα­μι­χα­ήλ, Στεργ. Πά­πι­στα, και Θε­οδ. Κα­ρα­κά­ση. Με την καλ­λι­κέ­λα­δο και γλυ­κιά του φω­νή, με το ό­μορ­φο αυ­τό τά­λαν­το που του χά­ρι­σε ο Θε­ός, μό­λις στα 1934 (πε­ρί­που 16 χρο­νών) α­να­λαμ­βά­νει ψαλ­τή­ρι και δι­ο­ρί­ζε­ται για δύ­ο έ­τη, α­πό τον Μη­τρο­πο­λί­τη Κο­ζά­νης Ι­ω­α­κείμ Α­πο­στο­λί­δη, ι­ε­ρο­ψάλ­της του Ι.Ν. Αγ.Α­θα­να­σί­ου Κο­ζά­νης. Με­τά τη δι­ε­τί­α αυ­τή, ο ί­διος Μη­τρο­πο­λί­της, τον δι­ο­ρί­ζει πρω­το­ψάλ­τη του Ι.Κοι­μη­τη­ρια­κού Να­ού Αγ.Γε­ωρ­γί­ου Κο­ζά­νης για δύ­ο α­κό­μα έ­τη (1.7.1936-31.3.1938).

Η ψαλ­τι­κή του πο­ρεί­α δι­α­κό­πτε­ται δι­ό­τι, την 1η Α­πρι­λί­ου 1938 πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στον Ελ­λη­νι­κό στρα­τό για να υ­πη­ρε­τή­σει τη θη­τεί­α του. Α­πο­λύ­ε­ται στις 5 Α­πρι­λί­ου 1940 ως λο­χί­ας πυ­ρο­βο­λι­κού. Λό­γω ό­μως των δυ­σκό­λων κα­τα­στά­σε­ων που δι­έρ­χε­ται η Ελ­λά­δα, με τον πό­λε­μο πρώ­τα των Ι­τα­λών και έ­πει­τα των Γερ­μα­νών, ε­πι­στρα­τεύ­ε­ται και πά­λι ως έ­φε­δρος δύ­ο α­κό­μη πε­ρι­ό­δους: α­πό 28 Μα­ΐ­ου 1940 μέ­χρι 5 Αυ­γού­στου 1940 και α­πό 20 Αυ­γού­στου 1940 έ­ως 1 Μα­ΐ­ου 1941, ο­πό­τε α­πο­λύ­ε­ται α­ναγ­κα­στι­κώς με την α­τυ­χή έκ­βα­ση του πο­λέ­μου και τη Γερ­μα­νι­κή κα­το­χή.

Ή­δη μέ­σα στην καρ­διά του εί­χε α­νά­ψει ο πό­θος να α­φι­ε­ρω­θεί στο Θε­ό, να γί­νει μο­να­χός. Έ­τσι με­τά το πέ­ρας της πρώ­της ε­πι­στρα­τεύ­σε­ως (28.5.1940 – 5.8.1940) δί­νει υ­πό­σχε­ση στο Θε­ό να α­φι­ε­ρω­θεί και α­να­χω­ρεί α­μέ­σως για το Ά­γιον Ό­ρος και την Ι.Μ. Δι­ο­νυ­σί­ου. Ε­κεί ο πνευ­μα­τι­κός του γέ­ρον­τας και η­γού­με­νος της Μο­νής π.Γα­βρι­ήλ, τον συγ­κα­τα­ριθ­μεί στους δο­κί­μους μο­να­χούς. Δεν προ­λα­βαί­νει ό­μως να εκ­πλη­ρώ­σει τον πό­θο του δι­ό­τι, μό­λις έ­γι­νε γνω­στό στους οι­κεί­ους του, τον ε­πέ­στρε­ψαν στην Κο­ζά­νη και α­μέ­σως ε­πη­κο­λού­θη­σε η δεύ­τε­ρη και φο­βε­ρό­τε­ρη ε­πι­στρά­τευ­ση με τον Ελ­λη­νο­ϊ­τα­λι­κό πό­λε­μο και τη Γερ­μα­νι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α.

Μό­λις α­πο­λύ­ε­ται πλέ­ον α­πό το στρά­τευ­μα προσ­λαμ­βά­νε­ται α­ρι­στε­ρός ι­ε­ρο­ψάλ­της του Ι­ε­ρού Μη­τρο­πο­λι­τι­κού Να­ού Αγ. Νι­κο­λά­ου Κο­ζά­νης (1.5.1941) έ­χον­τας ως δε­ξιό τον Ι­ω. Πα­πα­μι­χα­ήλ. Στη θέ­ση αυ­τή θα πα­ρα­μεί­νει και θα υ­πη­ρε­τή­σει για 31 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια (μέ­χρι 28.2.1972). Δε­ξιοί ι­ε­ρο­ψάλ­τες με τους ο­ποί­ους συ­νερ­γά­σθη­κε ά­ρι­στα, αυ­τή την πε­ρί­ο­δο, ή­ταν και οι ε­ξής: Παν. Κα­ζαν­τζί­δη (1941-1942), Χρύ­σαν­θος Θε­ο­δο­σό­που­λος (με­τέ­πει­τα πρω­το­ψάλ­της Θεσ­σα­λο­νί­κης) (1.11.1942-30.11.1943), Αθ. Βα­λιά­κος (1944-1948), Ι­ω.Αυ­γε­ρι­νός (1948) και Βα­σί­λει­ος Γού­να­ρης (1949 – έ­ως της πα­ραι­τή­σε­ώς του).

Το έ­τος 1943 (15 Αυ­γού­στου) οι γο­νείς του τον αρ­ρα­βω­νιά­ζουν με τη Βα­σι­λι­κή (γεν. 15.5.1922) το γέ­νος Τσομ­πά­νου [ γο­νείς: Α­θα­νά­σιος Τσομ­πά­νος (μα­κε­δο­νο­μά­χος) και Μα­τι­ώ], ε­νώ στις 28 Ο­κτω­βρί­ου 1945 ο Μη­τρο­πο­λί­της Κο­ζά­νης Κων­σταν­τί­νος Πλα­τής τε­λεί το Μυ­στή­ριο του Γά­μου. Α­πό το γά­μο τους α­πέ­κτη­σαν τρί­α παι­διά τη Βα­ΐ­α, τον Ι­ω­άν­νη (με­τέ­πει­τα ι­ε­ρέ­α με το ό­νο­μα Δι­ο­νύ­σιο) και τον Ευ­θύ­μιο.

Με τα τρα­γι­κά γε­γο­νό­τα του σπα­ρα­κτι­κού εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου κα­λεί­ται και πά­λι στον Ελ­λη­νι­κό στρα­τό, για έ­να πε­ρί­που έ­τος (2.12.1946-5.10.1947). Μά­λι­στα στις 26 Μα­ΐ­ου 1947 του α­πο­νε­μή­θη­κε α­πό τον Ελλ. Στρα­τό, και τι­μη­τι­κή δι­ά­κρι­ση, «εύ­φη­μος μνεί­α», για την «ψυ­χραι­μί­α, αυ­το­θυ­σί­α και κα­λή δι­οί­κη­ση ως ο­μα­δάρ­χου στην ε­πι­χεί­ρη­ση Πα­λαι­ο­κά­στρου – Βιν­τσι­ών».

Πάν­το­τε ο π.Νε­ό­φυ­τος δό­ξα­ζε τον Θε­ό που τον φύ­λα­ξε α­βλα­βή και κα­θα­ρό α­πό τις ε­χθρο­πρα­ξί­ες των πο­λέ­μων, ώ­στε αρ­γό­τε­ρα να έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα να ι­ε­ρω­θεί. Δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­θη­κε στα με­τό­πι­σθεν με α­πο­τέ­λε­σμα να α­πο­φύ­γει τις με­τω­πι­κές συγ­κρού­σεις.

Η σχέ­ση του με την Εκ­κλη­σί­α, πα­ρά τα οι­κο­γε­νεια­κά του κα­θή­κον­τα, δι­α­τη­ρεί­ται ι­δι­αί­τε­ρα στε­νή. Οι ώ­ρες που α­φι­ε­ρώ­νει μέ­σα στο χώ­ρο της Εκ­κλη­σί­ας εί­ναι πολ­λές. Αυ­τό ο­φεί­λε­ται, ε­κτός του με­γά­λου του πό­θου να βρί­σκε­ται σ’ αυ­τή, και στους ε­ξής δύ­ο ε­πι­πλέ­ον λό­γους: α) στις 10 Δε­κεμ­βρί­ου 1951 προσ­λαμ­βά­νε­ται και ως κα­θη­με­ρι­νός ι­ε­ρο­ψάλ­της στον Μη­τρ.Να­ό Αγ.Νι­κο­λά­ου και β) στις 31 Ο­κτω­βρί­ου 1957 α­να­λαμ­βά­νει και τα κα­θή­κον­τα του λο­γι­στού του ως ά­νω Να­ού. Ε­κτι­μών­τας η Ι.Μη­τρό­πο­λη την τί­μια και ε­πι­με­λή του δι­α­κο­νί­α ως λο­γι­στού του μη­τρο­πο­λι­τι­κού Να­ού, τον δι­ο­ρί­ζει και μέ­λος του το­πι­κού συμ­βου­λί­ου της Α­πο­στο­λι­κής Δι­α­κο­νί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος (9.6.1958).

Ο Μη­τρο­πο­λί­της Πα­τρών Κων­σταν­τί­νος Πλα­τής (ο α­πό Σερ­βί­ων και Κο­ζά­νης), γνω­ρί­ζον­τας την προ­σω­πι­κό­τη­τα του π.Νε­ο­φύ­του και α­να­γνω­ρί­ζον­τας την ι­δι­αί­τε­ρη ψαλ­τι­κή του ι­κα­νό­τη­τα, τον κα­λεί στην Πά­τρα να τον τι­μή­σει (26.9.1964). Η πρό­σκλη­ση αυ­τή έ­γι­νε με την ευ­και­ρί­α της ε­πα­να­κο­μι­δής στην Πά­τρα της τι­μί­ας Κά­ρας του Αγ.Αν­δρέ­ου και τις εκ­δη­λώ­σεις προς τι­μή του Α­γί­ου.

 

Το έ­τος 1967 α­πο­τε­λεί σταθ­μό στη ζω­ή του π.Νε­ο­φύ­του. Η πο­ρεί­α της ζω­ής του αλ­λά­ζει κα­τεύ­θυν­ση δι­ό­τι η Θεί­α Πρό­νοι­α αλ­λι­ώς τον προ­ό­ρι­ζε. Το θλι­βε­ρό γε­γο­νός του πρό­ω­ρου θα­νά­του της συ­ζύ­γου του Βα­σι­λι­κής (15.5.1967) ε­πη­ρε­ά­ζει κα­τα­λυ­τι­κά την πο­ρεί­α αυ­τή. Ο Θε­ός του έ­δω­σε ί­σως την ευ­και­ρί­α να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τον νε­α­νι­κό του πό­θο και την υ­πό­σχε­ση που εί­χε δώ­σει· να εν­τα­χθεί στη μο­να­χι­κή πο­λι­τεί­α. Μά­λι­στα, ό­πως έ­λε­γε ο ί­διος, «οι πνευ­μα­τι­κοί πα­τέ­ρες με συμ­βού­λευ­αν πως τώ­ρα εί­ναι η ευ­και­ρί­α να πραγ­μα­το­ποι­ή­σεις το τά­μα σου, μην α­με­λείς και μην α­να­βά­λεις».

Το Πά­σχα του έ­τους 1971 πη­γαί­νει για προ­σκύ­νη­μα στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα (30.3.1971-25.4.1971) και έ­να χρό­νο πε­ρί­που με­τά (28.2.1972) δη­λώ­νει πα­ραί­τη­ση α­πό τις θέ­σεις του ι­ε­ρο­ψάλ­του και λο­γι­στού του μη­τρο­πο­λι­τι­κού Να­ού.

Σε λί­γους μή­νες, στις 7 Ο­κτω­βρί­ου 1972, ο με­γά­λος του πό­θος, α­πό τα παι­δι­κά του χρό­νια, και το ι­ε­ρό του τά­μα εκ­πλη­ρώ­νον­ται. Με εν­το­λή του Μη­τρο­πο­λί­του Κο­ζά­νης Δι­ο­νυ­σί­ου Ψα­ρια­νού, ο η­γού­με­νος της Ι.Μο­νής Αγ.Τριά­δος Λα­ριούς αρ­χιμ. Νι­κό­λα­ος Δρό­σος (με­τέ­πει­τα Μη­τρο­πο­λί­της Καρ­πε­νη­σί­ου), μέ­σα στον α­σφυ­κτι­κά γε­μά­το Μη­τρ.Να­ό Αγ.Νι­κο­λά­ου, τε­λεί την μο­να­χι­κή του κου­ρά.

Τον Δε­κέμ­βριο του ί­διου έ­τους, κα­τά την η­μέ­ρα της ε­ορ­τής του Μη­τρο­πο­λί­του (17 Δε­κεμ­βρί­ου), ο Μη­τρο­πο­λί­της Δι­ο­νύ­σιος τον χει­ρο­το­νεί Ι­ε­ρο­δι­ά­κο­νο. Ε­νώ σε τρεις μή­νες , στις 11 Μαρ­τί­ου 1973, τον χει­ρο­το­νεί Πρε­σβύ­τε­ρο.

Η πα­ρα­μο­νή του στην Ι.Μ.Λα­ριούς εί­ναι ο­λι­γό­χρο­νη, μό­λις πέν­τε μή­νες, δι­ό­τι με τη χει­ρο­το­νί­α του ως Πρε­σβυ­τέ­ρου, η Ι.Μη­τρό­πο­λη τον δι­ο­ρί­ζει ε­φη­μέ­ριο του Ι.Ν.Αγ.Δη­μη­τρί­ου του χω­ριού Ά­γιος Δη­μή­τριος (14.11.1973).

 

π. Νεόφυτος 56

Το ε­σπέ­ρας της 15ης Ι­ου­νί­ου 1974, γί­νε­ται υ­πο­δο­χή ι­ε­ρών Λει­ψά­νων του Αγ.Νι­κά­νο­ρος στην πό­λη της Κο­ζά­νης και το­πο­θε­τούν­ται στον ο­μώ­νυ­μο Ι.Να­ό του Α­γί­ου. Με την ευ­και­ρί­α αυ­τή, κα­τά τη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α της ε­πο­μέ­νης η­μέ­ρας, ο Μη­τρο­πο­λί­της Δι­ο­νύ­σιος τι­μά τον π.Νε­ό­φυ­το με το οφ­φί­κιο του Αρ­χι­μαν­δρί­του. Αυ­τό ό­μως που ση­μά­δε­ψε ι­δι­αί­τε­ρα τη με­τέ­πει­τα ζω­ή του, ή­ταν η α­νά­θε­ση α­πό τον Μη­τρο­πο­λί­τη, του έρ­γου της «πνευ­μα­τι­κή πα­τρό­τη­τος», με την ε­πι­φόρ­τι­ση του Μυ­στη­ρί­ου της Ι­ε­ράς Ε­ξο­μο­λο­γή­σε­ως (19.3.1975). Ό­λα τα ε­πό­με­να χρό­νια της ζω­ής του, ο π.Νε­ό­φυ­τος, θα χα­ρα­κτη­ρι­σθεί α­πό την με­γά­λη του προ­σφο­ρά στο Μυ­στή­ριο αυ­τό. Αι­σθα­νό­με­νος το δύ­σκο­λο και υ­πεύ­θυ­νο έρ­γο του ε­ξο­μο­λό­γου, α­να­φέ­ρει ο ί­διος σε ε­πι­στο­λή του (7.2.1976)  προς τον Γε­νι­κό Αρ­χι­ε­ρα­τι­κό Ε­πί­τρο­πο της Ι.Μη­τρο­πό­λε­ως π.Κων­σταν­τί­νο Γα­ζή τα ε­ξής: «Το Μυ­στή­ριο της ι­ε­ράς Ε­ξο­μο­λο­γή­σε­ως εί­ναι έρ­γο υ­ψη­λόν-δύ­σκο­λον-υ­πεύ­θυ­νον-αλ­λά πο­λύ ω­ραί­ο, Σω­τη­ρι­ώ­δες. Χρει­ά­ζε­ται πο­λύ προ­σο­χή, προ­σευ­χή και με­λέ­τη».

π. Νεόφυτος 55

Στις 7 Α­πρι­λί­ου 1978 με­τα­τί­θε­ται α­πό την ε­νο­ρί­α του Αγ.Δη­μη­τρί­ου του ο­μω­νύ­μου χω­ρί­ου, στην ε­νο­ρί­α της Αγ.Τριά­δος Δρέ­πα­νου, ε­νώ πά­λι με­τά α­πό μια πεν­τα­ε­τί­α, στις 2 Σε­πτεμ­βρί­ου 1983 , με­τα­τί­θε­ται στον Ι.Ν. Αγ.Δη­μη­τρί­ου Κο­ζά­νης. Έ­πει­τα α­πό τρί­α χρό­νια, στις 13 Αυ­γού­στου 1986, πραγ­μα­το­ποι­εί­ται νέ­α με­τά­θε­ση στον Ι.Ν. Αγ.Νι­κά­νο­ρος Κο­ζά­νης στον ο­ποί­ο θα δι­α­κο­νή­σει για εν­νέ­α έ­τη (μέ­χρι 29.5.1995). Τε­λευ­ταί­α του με­τά­θε­ση α­πο­τε­λεί η α­πο­στο­λή του στα ι­ε­ρά πα­ρεκ­κλή­σια Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος και Α­γί­ας Άν­νης. Σ’ αυ­τά, του α­να­τί­θε­ται μό­νο να λει­τουρ­γεί και να ε­ξα­σκεί α­πρό­σκο­πτα το Μυ­στή­ριο της ι­ε­ράς Ε­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, χω­ρίς υ­πο­χρε­ώ­σεις ε­φη­με­ρια­κών κα­θη­κόν­των. Τέ­λος, την 1η Αυ­γού­στου 1998, α­παλ­λάσ­σε­ται ο­ρι­στι­κά α­πό τις υ­πο­χρε­ώ­σεις του προς την Ι­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη και συν­τα­ξι­ο­δο­τεί­ται.

Τα ε­πό­με­να χρό­νια ε­φη­συ­χά­ζει στις οι­κο­γέ­νει­ες των παι­δι­ών του. Χαί­ρε­ται ι­δι­αί­τε­ρα δι­ό­τι, τρί­α α­πό τα εν­νέ­α εγ­γό­νια του (π.Χρι­στο­φό­ρος, π.Νι­κά­νωρ και π.Βα­σί­λει­ος – ε­νώ έ­να α­κό­μη εγ­γό­νι του (ο π.Α­θα­νά­σιος) χει­ρο­το­νεί­ται στην Ι.Μη­τρ.Νε­α­πό­λε­ως με­τά την κοί­μη­σή του) λαμ­βά­νουν το α­ξί­ω­μα της Ι­ε­ρω­σύ­νης και εγ­κα­τα­βιούν το έ­τος 2000 μ.Χ. στην Ι.Μο­νή Αγ.Τριά­δος Σπαρ­μού Ο­λύμ­που της Ι.Μη­τρο­πό­λε­ως Ε­λασ­σώ­νος. Την πο­ρεί­α των εγ­γο­νών του στην α­νω­τέ­ρω Ι.Μο­νή α­κο­λου­θεί και ο π.Νε­ό­φυ­τος και συγ­κα­τα­ριθ­μεί­ται στις 24 Απριλίου 2004  στην α­δελ­φό­τη­τα της Μο­νής.

 

Με την πλού­σια και α­στεί­ρευ­τη α­γά­πη του, που ξε­χει­λί­ζει και γί­νε­ται εμ­φα­νή α­πό τον κα­θέ­να που τον συ­ναν­τά, τη δι­ά­κρι­σή του και τη δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τά του, νου­θε­τεί, πα­ρα­κα­λεί και στη­ρί­ζει πλή­θος κό­σμου που προ­σέρ­χε­ται να τον συμ­βου­λευ­θεί. Ο π.Νε­ό­φυ­τος ά­φη­σε μια σπου­δαί­α και ι­ε­ρά πα­ρα­κα­τα­θή­κη τό­σο στα συγ­γε­νι­κά του πρό­σω­πα ό­σο και σε πλή­θος πνευ­μα­τι­κών παι­δι­ών που ό­λα τα χρό­νια παι­δα­γω­γού­σε, με­ρι­μνών­τας για την πνευ­μα­τι­κή τους καλ­λι­έρ­γεια και τη σω­τη­ρί­α της ψυ­χής τους.

Ο Σύλ­λο­γος Ι­ε­ρο­ψαλ­τών Κο­ζά­νης «Ι­ά­κω­βος Ναυ­πλι­ώ­της», ε­κτι­μών­τας την με­γά­λη του προ­σφο­ρά στο ι­ε­ρό α­να­λό­γιο (πε­ρί­που 35 χρό­νια), πραγ­μα­το­ποι­εί εκ­δή­λω­ση προς τι­μήν του, στις 16 Δε­κεμ­βρί­ου 2001, και του προ­σφέ­ρει α­να­μνη­στι­κή πλα­κέ­τα.

Στις 19 Μα­ΐ­ου 2005 σε η­λι­κί­α 88 ε­τών, με­τά α­πό ο­λι­γό­ω­ρη α­σθέ­νεια, πα­ρέ­δω­σε ει­ρη­νι­κά την κα­θα­ρή και ά­δο­λη ψυ­χή του στον Ι­η­σού Χρι­στό που α­γά­πη­σε σ’ ό­λη του τη ζω­ή, α­φή­νον­τας μνή­μη α­γι­α­σμέ­νου αν­θρώ­που.