Ο Ιερομόναχος Νεόφυτος Σκαρκαλάς αποτέλεσε μια αγιασμένη και πνευματική μορφή της Εκκλησίας μας των τελευταίων ετών. Άνθρωπος αγαθός, χαριτωμένος, γεμάτος αγάπη και προσφορά για τον συνάνθρωπο, και προπαντός ιερέας με αίσθηση ευθύνης, πιστός στο καθήκον του. Όλα τα χαρακτηριστικά αυτά πήγαζαν από την μεγάλη του εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού και την θερμή και άδολη πίστη και αγάπη του σ’ Αυτόν. Αγωνίσθηκε με αυστηρότητα για την προσωπική του πνευματική προκοπή. Αντίθετα, έδειχνε μεγάλη συμπάθεια και ευσπλαχνία για την καλλιέργεια και αγωγή του πλήθους των πνευματικών του παιδιών, ιδιαίτερα μέσα από το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Γι’ αυτό και ο Θεός τον χαρίτωσε με θεϊκές δωρεές ώστε να αναπαύει και να καθοδηγεί τον κάθε άνθρωπο που τον πλησίαζε, αναζητώντας να τον βοηθήσει να βρει την οδό της Σωτηρίας.
Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1917 στην Κοζάνη και βαπτίστηκε με το όνομα Ναούμ. Οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Βαΐα, οι οποίοι απέκτησαν εννέα παιδιά, τον ανέθρεψαν με τα ζωηφόρα νάματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Το επάγγελμα του πατέρα του ήταν βυρσοδέψης το οποίο εξάσκησε για ένα διάστημα και ο ίδιος. Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση του δημοτικού σχολείου, ο πατέρας του, λόγο του οικογενειακού επαγγέλματος, τον εγγράφει στην εμπορική σχολή (γυμνασιακές σπουδές). Στο τρίτο έτος της σχολής (1933) όμως διακόπτει διότι όπως ανέφερε ο ίδιος: «δεν με τραβούσε τόσο η σχολή όσο το αναλόγιο».
Προσπαθεί να δώσει εισιτηρίους εξετάσεις για τη σχολή της Αγ.Αναστασίας στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης (1935) στην οποία όμως δεν γίνεται δεκτός, διότι στην εμπορική σχολή δεν διδάχθηκε το μάθημα των θρησκευτικών. Έτσι παρέμεινε στην Κοζάνη με τις λιγοστές γραμματικές γνώσεις αλλά με απαράμιλλο ζήλο για τα ιερά Γράμματα, τα οποία με το χρόνο εξάσκησε σε μεγάλο βαθμό. Σ’ αυτό συνέβαλε τόσο το ψαλτήριο-αναλόγιο όσο και ο μεγάλος του πόθος.
Από μικρός είχε αισθανθεί την κλήση του προς την Εκκλησία γι’ αυτό σύντομα ανέλαβε δράση στο χώρο αυτό. Σημαντική βοήθεια σ’ αυτήν την πορεία της ζωής του δέχθηκε από μια αφιερωμένη στο Θεό, ονόματι Σουλτάνα (έπειτα Μακρίνα μοναχή), η οποία ξεκίνησε τα πρώτα κατηχητικά μαθήματα στην Κοζάνη. Καταλυτικό όμως ρόλο στη ζωή του έπαιξε η γνωριμία και η πνευματική υιοθεσία του στον Ηγούμενο της Ι.Μ. Αγ.Διονυσίου του Αγίου Όρους π. Γαβριήλ. Από τότε άρχισε να σκέφτεται την αφιέρωσή του στο Θεό.
Το έτος 1933 παρακολουθεί μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής κοντά σ’ έναν ιερέα-μουσικό τον π.Πασχάλη Παναγιώτου-Αλιάτη, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε στους χορούς των ιεροψαλτών του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγ.Νικολάου Κοζάνης Ιω. Παπαμιχαήλ, Στεργ. Πάπιστα, και Θεοδ. Καρακάση. Με την καλλικέλαδο και γλυκιά του φωνή, με το όμορφο αυτό τάλαντο που του χάρισε ο Θεός, μόλις στα 1934 (περίπου 16 χρονών) αναλαμβάνει ψαλτήρι και διορίζεται για δύο έτη, από τον Μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ Αποστολίδη, ιεροψάλτης του Ι.Ν. Αγ.Αθανασίου Κοζάνης. Μετά τη διετία αυτή, ο ίδιος Μητροπολίτης, τον διορίζει πρωτοψάλτη του Ι.Κοιμητηριακού Ναού Αγ.Γεωργίου Κοζάνης για δύο ακόμα έτη (1.7.1936-31.3.1938).
Η ψαλτική του πορεία διακόπτεται διότι, την 1η Απριλίου 1938 παρουσιάζεται στον Ελληνικό στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του. Απολύεται στις 5 Απριλίου 1940 ως λοχίας πυροβολικού. Λόγω όμως των δυσκόλων καταστάσεων που διέρχεται η Ελλάδα, με τον πόλεμο πρώτα των Ιταλών και έπειτα των Γερμανών, επιστρατεύεται και πάλι ως έφεδρος δύο ακόμη περιόδους: από 28 Μαΐου 1940 μέχρι 5 Αυγούστου 1940 και από 20 Αυγούστου 1940 έως 1 Μαΐου 1941, οπότε απολύεται αναγκαστικώς με την ατυχή έκβαση του πολέμου και τη Γερμανική κατοχή.
Ήδη μέσα στην καρδιά του είχε ανάψει ο πόθος να αφιερωθεί στο Θεό, να γίνει μοναχός. Έτσι μετά το πέρας της πρώτης επιστρατεύσεως (28.5.1940 – 5.8.1940) δίνει υπόσχεση στο Θεό να αφιερωθεί και αναχωρεί αμέσως για το Άγιον Όρος και την Ι.Μ. Διονυσίου. Εκεί ο πνευματικός του γέροντας και ηγούμενος της Μονής π.Γαβριήλ, τον συγκαταριθμεί στους δοκίμους μοναχούς. Δεν προλαβαίνει όμως να εκπληρώσει τον πόθο του διότι, μόλις έγινε γνωστό στους οικείους του, τον επέστρεψαν στην Κοζάνη και αμέσως επηκολούθησε η δεύτερη και φοβερότερη επιστράτευση με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη Γερμανική κυριαρχία.
Μόλις απολύεται πλέον από το στράτευμα προσλαμβάνεται αριστερός ιεροψάλτης του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγ. Νικολάου Κοζάνης (1.5.1941) έχοντας ως δεξιό τον Ιω. Παπαμιχαήλ. Στη θέση αυτή θα παραμείνει και θα υπηρετήσει για 31 ολόκληρα χρόνια (μέχρι 28.2.1972). Δεξιοί ιεροψάλτες με τους οποίους συνεργάσθηκε άριστα, αυτή την περίοδο, ήταν και οι εξής: Παν. Καζαντζίδη (1941-1942), Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος (μετέπειτα πρωτοψάλτης Θεσσαλονίκης) (1.11.1942-30.11.1943), Αθ. Βαλιάκος (1944-1948), Ιω.Αυγερινός (1948) και Βασίλειος Γούναρης (1949 – έως της παραιτήσεώς του).
Το έτος 1943 (15 Αυγούστου) οι γονείς του τον αρραβωνιάζουν με τη Βασιλική (γεν. 15.5.1922) το γένος Τσομπάνου [ γονείς: Αθανάσιος Τσομπάνος (μακεδονομάχος) και Ματιώ], ενώ στις 28 Οκτωβρίου 1945 ο Μητροπολίτης Κοζάνης Κωνσταντίνος Πλατής τελεί το Μυστήριο του Γάμου. Από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά τη Βαΐα, τον Ιωάννη (μετέπειτα ιερέα με το όνομα Διονύσιο) και τον Ευθύμιο.
Με τα τραγικά γεγονότα του σπαρακτικού εμφυλίου πολέμου καλείται και πάλι στον Ελληνικό στρατό, για ένα περίπου έτος (2.12.1946-5.10.1947). Μάλιστα στις 26 Μαΐου 1947 του απονεμήθηκε από τον Ελλ. Στρατό, και τιμητική διάκριση, «εύφημος μνεία», για την «ψυχραιμία, αυτοθυσία και καλή διοίκηση ως ομαδάρχου στην επιχείρηση Παλαιοκάστρου – Βιντσιών».
Πάντοτε ο π.Νεόφυτος δόξαζε τον Θεό που τον φύλαξε αβλαβή και καθαρό από τις εχθροπραξίες των πολέμων, ώστε αργότερα να έχει τη δυνατότητα να ιερωθεί. Δραστηριοποιήθηκε στα μετόπισθεν με αποτέλεσμα να αποφύγει τις μετωπικές συγκρούσεις.
Η σχέση του με την Εκκλησία, παρά τα οικογενειακά του καθήκοντα, διατηρείται ιδιαίτερα στενή. Οι ώρες που αφιερώνει μέσα στο χώρο της Εκκλησίας είναι πολλές. Αυτό οφείλεται, εκτός του μεγάλου του πόθου να βρίσκεται σ’ αυτή, και στους εξής δύο επιπλέον λόγους: α) στις 10 Δεκεμβρίου 1951 προσλαμβάνεται και ως καθημερινός ιεροψάλτης στον Μητρ.Ναό Αγ.Νικολάου και β) στις 31 Οκτωβρίου 1957 αναλαμβάνει και τα καθήκοντα του λογιστού του ως άνω Ναού. Εκτιμώντας η Ι.Μητρόπολη την τίμια και επιμελή του διακονία ως λογιστού του μητροπολιτικού Ναού, τον διορίζει και μέλος του τοπικού συμβουλίου της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (9.6.1958).
Ο Μητροπολίτης Πατρών Κωνσταντίνος Πλατής (ο από Σερβίων και Κοζάνης), γνωρίζοντας την προσωπικότητα του π.Νεοφύτου και αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ψαλτική του ικανότητα, τον καλεί στην Πάτρα να τον τιμήσει (26.9.1964). Η πρόσκληση αυτή έγινε με την ευκαιρία της επανακομιδής στην Πάτρα της τιμίας Κάρας του Αγ.Ανδρέου και τις εκδηλώσεις προς τιμή του Αγίου.
Το έτος 1967 αποτελεί σταθμό στη ζωή του π.Νεοφύτου. Η πορεία της ζωής του αλλάζει κατεύθυνση διότι η Θεία Πρόνοια αλλιώς τον προόριζε. Το θλιβερό γεγονός του πρόωρου θανάτου της συζύγου του Βασιλικής (15.5.1967) επηρεάζει καταλυτικά την πορεία αυτή. Ο Θεός του έδωσε ίσως την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τον νεανικό του πόθο και την υπόσχεση που είχε δώσει· να ενταχθεί στη μοναχική πολιτεία. Μάλιστα, όπως έλεγε ο ίδιος, «οι πνευματικοί πατέρες με συμβούλευαν πως τώρα είναι η ευκαιρία να πραγματοποιήσεις το τάμα σου, μην αμελείς και μην αναβάλεις».
Το Πάσχα του έτους 1971 πηγαίνει για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα (30.3.1971-25.4.1971) και ένα χρόνο περίπου μετά (28.2.1972) δηλώνει παραίτηση από τις θέσεις του ιεροψάλτου και λογιστού του μητροπολιτικού Ναού.
Σε λίγους μήνες, στις 7 Οκτωβρίου 1972, ο μεγάλος του πόθος, από τα παιδικά του χρόνια, και το ιερό του τάμα εκπληρώνονται. Με εντολή του Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου Ψαριανού, ο ηγούμενος της Ι.Μονής Αγ.Τριάδος Λαριούς αρχιμ. Νικόλαος Δρόσος (μετέπειτα Μητροπολίτης Καρπενησίου), μέσα στον ασφυκτικά γεμάτο Μητρ.Ναό Αγ.Νικολάου, τελεί την μοναχική του κουρά.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, κατά την ημέρα της εορτής του Μητροπολίτου (17 Δεκεμβρίου), ο Μητροπολίτης Διονύσιος τον χειροτονεί Ιεροδιάκονο. Ενώ σε τρεις μήνες , στις 11 Μαρτίου 1973, τον χειροτονεί Πρεσβύτερο.
Η παραμονή του στην Ι.Μ.Λαριούς είναι ολιγόχρονη, μόλις πέντε μήνες, διότι με τη χειροτονία του ως Πρεσβυτέρου, η Ι.Μητρόπολη τον διορίζει εφημέριο του Ι.Ν.Αγ.Δημητρίου του χωριού Άγιος Δημήτριος (14.11.1973).
Το εσπέρας της 15ης Ιουνίου 1974, γίνεται υποδοχή ιερών Λειψάνων του Αγ.Νικάνορος στην πόλη της Κοζάνης και τοποθετούνται στον ομώνυμο Ι.Ναό του Αγίου. Με την ευκαιρία αυτή, κατά τη Θεία Λειτουργία της επομένης ημέρας, ο Μητροπολίτης Διονύσιος τιμά τον π.Νεόφυτο με το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου. Αυτό όμως που σημάδεψε ιδιαίτερα τη μετέπειτα ζωή του, ήταν η ανάθεση από τον Μητροπολίτη, του έργου της «πνευματική πατρότητος», με την επιφόρτιση του Μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως (19.3.1975). Όλα τα επόμενα χρόνια της ζωής του, ο π.Νεόφυτος, θα χαρακτηρισθεί από την μεγάλη του προσφορά στο Μυστήριο αυτό. Αισθανόμενος το δύσκολο και υπεύθυνο έργο του εξομολόγου, αναφέρει ο ίδιος σε επιστολή του (7.2.1976) προς τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ι.Μητροπόλεως π.Κωνσταντίνο Γαζή τα εξής: «Το Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως είναι έργο υψηλόν-δύσκολον-υπεύθυνον-αλλά πολύ ωραίο, Σωτηριώδες. Χρειάζεται πολύ προσοχή, προσευχή και μελέτη».
Στις 7 Απριλίου 1978 μετατίθεται από την ενορία του Αγ.Δημητρίου του ομωνύμου χωρίου, στην ενορία της Αγ.Τριάδος Δρέπανου, ενώ πάλι μετά από μια πενταετία, στις 2 Σεπτεμβρίου 1983 , μετατίθεται στον Ι.Ν. Αγ.Δημητρίου Κοζάνης. Έπειτα από τρία χρόνια, στις 13 Αυγούστου 1986, πραγματοποιείται νέα μετάθεση στον Ι.Ν. Αγ.Νικάνορος Κοζάνης στον οποίο θα διακονήσει για εννέα έτη (μέχρι 29.5.1995). Τελευταία του μετάθεση αποτελεί η αποστολή του στα ιερά παρεκκλήσια Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και Αγίας Άννης. Σ’ αυτά, του ανατίθεται μόνο να λειτουργεί και να εξασκεί απρόσκοπτα το Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως, χωρίς υποχρεώσεις εφημεριακών καθηκόντων. Τέλος, την 1η Αυγούστου 1998, απαλλάσσεται οριστικά από τις υποχρεώσεις του προς την Ιερά Μητρόπολη και συνταξιοδοτείται.
Τα επόμενα χρόνια εφησυχάζει στις οικογένειες των παιδιών του. Χαίρεται ιδιαίτερα διότι, τρία από τα εννέα εγγόνια του (π.Χριστοφόρος, π.Νικάνωρ και π.Βασίλειος – ενώ ένα ακόμη εγγόνι του (ο π.Αθανάσιος) χειροτονείται στην Ι.Μητρ.Νεαπόλεως μετά την κοίμησή του) λαμβάνουν το αξίωμα της Ιερωσύνης και εγκαταβιούν το έτος 2000 μ.Χ. στην Ι.Μονή Αγ.Τριάδος Σπαρμού Ολύμπου της Ι.Μητροπόλεως Ελασσώνος. Την πορεία των εγγονών του στην ανωτέρω Ι.Μονή ακολουθεί και ο π.Νεόφυτος και συγκαταριθμείται στις 24 Απριλίου 2004 στην αδελφότητα της Μονής.
Με την πλούσια και αστείρευτη αγάπη του, που ξεχειλίζει και γίνεται εμφανή από τον καθένα που τον συναντά, τη διάκρισή του και τη διορατικότητά του, νουθετεί, παρακαλεί και στηρίζει πλήθος κόσμου που προσέρχεται να τον συμβουλευθεί. Ο π.Νεόφυτος άφησε μια σπουδαία και ιερά παρακαταθήκη τόσο στα συγγενικά του πρόσωπα όσο και σε πλήθος πνευματικών παιδιών που όλα τα χρόνια παιδαγωγούσε, μεριμνώντας για την πνευματική τους καλλιέργεια και τη σωτηρία της ψυχής τους.
Ο Σύλλογος Ιεροψαλτών Κοζάνης «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», εκτιμώντας την μεγάλη του προσφορά στο ιερό αναλόγιο (περίπου 35 χρόνια), πραγματοποιεί εκδήλωση προς τιμήν του, στις 16 Δεκεμβρίου 2001, και του προσφέρει αναμνηστική πλακέτα.
Στις 19 Μαΐου 2005 σε ηλικία 88 ετών, μετά από ολιγόωρη ασθένεια, παρέδωσε ειρηνικά την καθαρή και άδολη ψυχή του στον Ιησού Χριστό που αγάπησε σ’ όλη του τη ζωή, αφήνοντας μνήμη αγιασμένου ανθρώπου.