Άγιος Αρσένιος Επίσκοπος Ελασσώνος

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Μια φωτισμένη μορφή που λάμπρυνε με τη ζωή και το έργο του, τον εκτενή αρχιερατικό κατάλογο της Ιεράς Μητροπόλεως Ελασσώνος είναι ο άγιος Αρσένιος. Υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Ένας μεγάλος Άγιος Ιεράρχης και ένας φιλόπατρις λόγιος. Συνέβαλλε σημαντικά στην Ελληνορωσική φιλία και αποτέλεσε έναν ισχυρό μεσάζοντα στα εκκλησιαστικά θέματα των δυο αυτών λαών.

Ο άγιος Αρσένιος παρά το βραχύ διάστημα που διαποίμανε την Ιερά Μητρόπολη Ελασσώνος, μόλις ένα έτος (1584-1585), δεν έπαψε να αισθάνεται, να διατηρεί και να διακηρύττει τον τίτλο του ως Επίσκοπος Ελασσώνος και Δομενίκου. Σε χειρόγραφά του, σε αφιερώσεις εικόνων και λοιπών εκκλησιαστικών αντικειμένων, όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω, σημειώνει: «ο ταπεινός αρχιεπίσκοπος Ελασσώνος και Δημονίκου Αρσένιος».

Δημιουργεί ερωτηματικά όμως ποιος ήταν ο λόγος που διατήρησε αυτόν τον τίτλο, παρ’ ότι κατά την παραμονή του στη Ρωσία, το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του, του δόθηκαν και άλλοι τίτλοι Επισκοπών και επιπλέον στη Μητρόπολη Ελασσώνος είχε ήδη εγκατασταθεί νέος Επίσκοπος.

Το σίγουρο είναι, πως ο λόγος δεν ήταν η επιμονή από μέρους του να συνεχίσει να ασκεί τα ποιμαντικά καθήκοντα της Μητροπόλεως και να διατηρήσει την κυριαρχία του σ’ αυτή. Άλλωστε όπως προαναφέραμε η Πατριαρχική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως είχε εκλέξει νέο Επίσκοπο. Επίσης, η μόνιμη εγκατάστασή του στη χώρα της Ρωσίας πραγματοποιήθηκε με τη δική του θέληση. Γνώριζε, πλέον, πως δεν θα επέστρεφε ξανά στην πατρίδα και την έδρα του.

Ίσως, θεωρούσε πως ο πρώτος τίτλος που του δόθηκε από την Εκκλησία, προβιβάζοντάς τον στο αρχιερατικό αξίωμα ως Επίσκοπο Ελασσώνος, αποτέλεσε γι’ αυτόν έναν σημαντικό σταθμό στη ζωή του και στη μετέπειτα εξέλιξή του. Έτσι, από σεβασμό και υπακοή στην πρόνοια του Θεού, θέλησε να διατηρήσει και τον τίτλο αυτό.

Παράλληλα όμως με την προηγούμενη ερμηνεία, υπάρχει και μια άλλη πιο πιθανή. Η ερμηνεία αυτή έγκειται στο συναίσθημα. Η Επισκοπή Ελασσώνος, έστω και σαν τίτλος, ήταν αυτή που γινόταν ο συνδετικός κρίκος που ένωνε τον άγιο Αρσένιο τόσο με την πατρίδα του την πάλαι ποτέ Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους Έλληνες όσο και με την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Θεσσαλία. Δεν θέλησε ποτέ να ξεχάσει τον τόπο καταγωγής του γι’ αυτό και ποτέ δεν αισθάνθηκε Ρώσος υπήκοος παρά τα αξιώματα και τις θέσεις που απέκτησε. Ο νούς και η καρδιά του παρέμειναν στη γη των προγόνων του και αισθανόταν ως Έλληνας ιεράρχης σ’ ένα ξένο, μακρινό και ισχυρό κράτος.

Άλλωστε ο λόγος που παρέμεινε στη Ρωσία δεν ήταν τόσο η εντύπωση που του προκάλεσε ο μεγαλόπρεπος τρόπος ζωής των ανθρώπων της χώρας εκείνης, και η ελευθερία που τόσο στερούνταν όλοι οι Έλληνες, αλλά ήταν η σκέψη του πως με τις δυνατότητες και δυνάμεις που διέθετε σ’ ένα ελεύθερο και ισχυρό κράτος, θα μπορούσε να καταστεί ένας πολύ καλός πρεσβευτής των δικαίων του Ελληνισμού κι ένας σημαντικός αρωγός σ’ όποιον θα ζητούσε τη βοήθειά του. Το ομόδοξο και ομόθρησκο κράτος της Ρωσίας ήταν πάντοτε, για τον Επίσκοπο Αρσένιο, ένα σημαντικό στήριγμα και μια κρυφή ελπίδα για την ποθητή ελευθερία του υπόδουλου γένους.

Τα στοιχεία για το βίο και την πολιτεία του αγίου Αρσενίου τα αντλούμε, πλέον, με ευκολία, χάρη στην σπουδαία και εμπεριστατωμένη εργασία του καθηγητού της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών Φω­τί­ου Δη­μη­τρα­κο­πού­λου: «Αρ­σέ­νιος Ελασ­σό­νος (1550-1626). Βί­ος- Έρ­γο- Α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Συμ­βο­λή στη με­λέ­τη τῶν με­τα­βυ­ζαν­τι­νών λο­γί­ων της Α­να­το­λής». Εί­ναι ί­σως, η μόνη σύγχρονη και ολοκληρωμένη εργασία που αφορά το πρόσωπο του Αρσενίου Ελασσώνος.

Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τρείς βασικούς σταθμούς της ερευνητικής πορείας, των στοιχείων που αφορούν τη μορφή του Αγίου.

Τον πρώτο σταθμό αποτελεί ο Κατάλογος των Χειρογράφων του Τορίνου. Εκδόθηκε το έτος 1749 και περιείχε το ποίημα του αγίου Αρσενίου «Κόποι και διατριβή» (από το κείμενο του χειρογράφου 337). Για πρώτη φορά ο Αρσένιος Ελασσώνος γίνεται γνωστός στην επιστήμη.

Δεύτερος σταθμός, το βιβλίο για τον άγιο Αρσένιο του Ρώσου συγγραφέως Dmitrievskij A. «Arhiepiskop Elassoniskij Arsenij i memuary ego iz russkoj istorii po rukopisi TrapezuntskagoSumelijskago monastyrja, Kiev 1899». Ο ερευνητής αυτός, συμπεριέλαβε στο βιβλίο του όσα στοιχεία ήταν ήδη γνωστά την εποχή εκείνη και επιπλέον την ανακάλυψή του στον Κώδικα της Μονής Σουμελά του Πόντου. Το χειρόγραφο της Μονής περιείχε τα «Απομνημονεύματα» του Αγίου καθώς και το βίο του υπό μορφήν και τύπο συναξαρίου.

Και τον τρίτο σταθμό αποτελεί η προαναφερθείσα εργασία του καθηγητού Φωτίου Δημητρακοπούλου. Κι αυτό, διότι το βιβλίο είναι μια συλλογή όλων των μέχρι σήμερα υπαρχόντων στοιχείων, εμπλουτισμένο με ανέκδοτα έγγραφα, σημειώσεις και χειρόγραφα.

Ας περάσουμε όμως τώρα να δούμε εν συντομία και κάποια στοιχεία από το βίο του αγίου αυτού Επισκόπου, ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα αυτή την προσωπικότητα.

Τη ζωή του θα μπορούσαμε να τη χωρίσουμε σε δυο περιόδους. Στην πρώτη περιλαμβάνονται τα έτη της διαμονής του στον ελληνικό χώρο: γέννηση- ανατροφή- παιδεία, χειροτονίες, Μητρόπολη Ελασσώνος, Κωνσταντινούπολη, ενώ στη δεύτερη, εντάσσονται η παραμονή του στη Ρωσία: πρώτο ταξίδι στη Μόσχα, δυο χρόνια διδάσκαλος στο Λβωφ, ακόλουθος του Πατριάρχου Ιερεμία Β΄ (1572-1579, 1580-1584, 1586-1595) στη Μόσχα, μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυτή και τέλος, οσιακή κοίμησή του.

Όσον αφορά την πρώτη περίοδο, δηλαδή την διαμονή του στον ελληνικό χώρο, τα στοιχεία είναι λιγοστά. Δυστυχώς αυτή η φάση της ζωής του δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Γεννήθηκε το έτος 1550 στο θεσσαλικό χωριό «Καλοριανά πλησίον πόλεως Τρίκκης», όπως μας αναφέρει ο βίος του, το σημερινό χωριό Καλογριανά Καρδίτσης. Γονείς του ήταν ο ιερέας Θεόδωρος και η πρεσβυτέρα Χρυσάφη η οποία μετά το θάνατο του συζύγου της εκάρη μοναχή με το όνομα Χριστοδούλη. Τα αδέλφια του εντάχθηκαν κι αυτά στο ιερατικό γένος. Δυο έφθασαν μέχρι το αρχιερατικό αξίωμα, ο Ιωάσαφ Επίσκοπος Σταγών και ο Μάρκος Επίσκοπος Δημητριάδος, ενώ οι άλλοι δυο παρέμειναν ιερομόναχοι, ο Αθανάσιος και ο Παχώμιος.

Ο Απόστολος, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του αγίου Αρσενίου, ανατράφηκε και μαθήτευσε, μετά το θάνατο του πατέρα του, κοντά στον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάσαφ Επίσκοπο Σταγών. Τα πρώτα γράμματα πιθανόν να του τα δίδαξε ο αδελφός του Ιωάσαφ. Έπειτα όμως, όπως μας αναφέρει και ο ίδιος, μαθήτευσε σε δυο σπουδαίους λογίους της εποχής εκείνης· τον μοναχό Ματθαίο και τον Δαμασκηνό Στουδίτη μετέπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης. Οι δυο αυτοί λόγιοι βρισκόταν στην περιοχή, εξ αιτίας της γνωριμίας τους με τον τότε αρχιεπίσκοπο Λαρίσης Ιερεμία, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Θα ήταν καλό εδώ να κάνουμε μια παρένθεση και να σημειώσουμε ένα σημαντικό θέμα, για το οποίο ο καθηγητής Φώτιος Δημητρακόπουλος, εκφράζοντας την αγωνία- παράπονό του, αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του τα εξής: «Ο Αρ­σέ­νι­ος Ελ­α­σσό­νος (1550-1626) δεν πήγε πο­τέ του στη Δύ­ση. Υ­πάρ­χουν πολ­λοί σπου­δαί­οι με­τα­βυ­ζα­ντι­νοί λό­γι­οι που σπού­δα­σαν και έ­ζη­σαν α­πο­κλει­στι­κά στην Α­να­το­λή· η προ­σφο­ρά των λο­γί­ων αυ­τών προς το υ­πό­δου­λο Γέ­νος δεν έχει ε­κτι­μη­θή, ό­σο θα ά­ξι­ζε. Έ­χει ό­μως αρ­χί­σει να γί­νε­ται αντι­λη­πτό ό­τι η έ­ρευ­να γύ­ρω α­π’ αυτούς τους λο­γί­ους θα μας ε­πι­τρέ­ψει να γνω­ρί­σου­με και να κα­τα­λά­βου­με πολ­λά». Αξίζει να σημειωθεί πως ο υπότιτλος του βιβλίου του είναι: «Συμ­βο­λή στη με­λέ­τη των με­τα­βυ­ζα­ντι­νών λο­γί­ων της Α­να­το­λής».

Μια τέτοια μορφή που σπούδασε και μορφώθηκε στην καθ’ ημάς Ανατολή είναι και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, για τον οποίο τελείται το παρόν συνέδριο. Τα γράμματα τα έμαθε όχι σε σχολείο της Δύσεως αλλά πρώτα από τον λόγιο πατέρα του Κυριακό Οικονόμο και έπειτα στην ακμάζουσα τότε σχολή των Αμπελακίων.

Δεν θα επεκταθούμε όμως περισσότερο σ’ αυτό το θέμα γι’ αυτό κλείνουμε την παρένθεση και συνεχίζουμε με την εποχή που ο άγιος Αρσένιος εισέρχεται στην τάξη του κλήρου.

Παράλληλα με τις σπουδές εκάρη μοναχός, παίρνοντας το όνομα Αρσένιος και σε λίγες ημέρες χειροτονήθηκε διάκονος. Όταν στον πατριαρχικό θρόνο εξελέγη ο Ιερεμίας Λαρίσης και τον ακολούθησαν οι λόγιοι διδάσκαλοι που προαναφέραμε (οι διδάσκαλοι του αγίου Αρσενίου), ο Άγιος επέστρεψε και πάλι στον αδελφό του Ιωάσαφ Επίσκοπο Σταγών. Απ’ εκεί αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Δουσίκου όπου εντάχθηκε στο μοναχολόγιό της και σε λίγο διάστημα χειροτονήθηκε ιερέας.

Η ήρεμη μοναχική πορεία της ζωής του αλλάζει απ’ όταν ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, ο οποίος τον γνώριζε καλά, τον καλεί στην Κωνσταντινούπολη να εφημερεύσει στον Ιερό Ναό της Παμακαρίστου, όπου βρισκόταν τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αφού έζησε εκεί «καλώς» «ου πολύν χρόνον», όπως γράφει το συναξάρι του, τον χειροτονεί ο Πατριάρχης «ψήφω και δοκιμασία των αρχιερέων» Επίσκοπο Ελασσώνος και «Δημονίκου».

Όμως όπως σημειώθηκε και στην αρχή, η παραμονή του στην επισκοπική έδρα της Ελασσώνος ήταν μόνο για ένα έτος (1584-1585). Καλείται και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, λόγω των προβλημάτων με τις αλλαγές των Πατριαρχών και σχεδόν αμέσως προγραμματίζεται ταξίδι του, μαζί με τον Παΐσιο Επίσκοπο Δυρραχίου και έναν απεσταλμένο του Τσάρου, για τη μακρινή Μόσχα. Ο αποκρισάριος αυτός του Τσάρου, εστάλει για να συναντήσει τον Σουλτάνο· παράλληλα προσέφερε και πλούσια δώρα στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πατριάρχης Θεόληπτος (1585-1586) για να ευχαριστήσει γι’ αυτήν την πράξη, ετοίμασε την παραπάνω αποστολή, εφοδιάζοντάς την με λείψανα Αγίων «χάριν ευχής και ευλογίας», «εις κράτος καί αύξησιν της βασιλείας αυτού» (ενν. του Τσάρου). Από εδώ αρχίζει η δεύτερη περίοδος του βίου του αγίου Αρσενίου (1586-1626).

Στη Μόσχα, ο Τσάρος Θεόδωρος Α΄ Ιβάνοβιτς υποδέχεται με πολύ χαρά την πατριαρχική αποστολή. Τους φιλοξενεί για ένα μήνα και έπειτα τους αφήνει να επιστρέψουν γεμίζοντάς τους δώρα και ευχές. Στην επιστροφή η αποστολή διέρχεται την Ουκρανική πόλη Λβωφ και οι Έλληνες που μένουν εκεί, μαζί με τους υπόλοιπους Ορθοδόξους, παρακαλούν τον άγιο Αρσένιο να μείνει στην πόλη τους ως διδάσκαλος. Ο άγιος αποδέχεται την αίτησή τους και παραμένει εκεί για δυο χρόνια.

Τα πράγματα στην πόλη αυτή δεν είναι ευχάριστα και εύκολα ώστε να υλοποιηθεί καί να προχωρήσει κάποιο έργο. Ήδη Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες είχαν εδραιωθεί καλά. Οργάνωσαν σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα που προετοίμαζαν ικανά στελέχη για να υπερασπισθούν την πίστη και τις θέσεις τους. Έτσι ήταν επιτακτική η ανάγκη για ίδρυση Ορθοδόξων σχολείων και για ανασύσταση και μόρφωση του Ορθοδόξου κλήρου.

Ο Επίσκοπος Αρσένιος διδάσκει πρώτος στο νεοϊδρυμένο σχολείο, το οποίο πριν λίγους μήνες είχε ετοιμάσει η Σταυροπηγιακή Αδελφότητα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Λβωφ. Επιδίδεται αμέσως στην οργάνωση και τη διδασκαλία και για τον σκοπό αυτό αντιγράφει κάποια στοιχεία απ’ την Γραμματική του Κωνσταντίνου Λασκάρεως. Την αντεγραμμένη αυτή Γραμματική την τύπωσε και την εξέδωσε αργότερα η Αδελφότητα, απόντος του αγίου Αρσενίου (1591).

Με την ποιμαντική και διδακτική δράση του Αρσενίου στο Λβωφ, ασχολήθηκε πρόσφατα και ένας πολωνικής καταγωγής ιερομόναχος, ο π. Ανδρέας Borkowski. Κατ’ αυτόν, ο Αρσένιος έδρασε στην πόλη αυτή, όχι μόνο ως διδάσκαλος της ελληνικής γλώσσας στο σχολείο της Αδελφότητος, για τό οποίο συνέταξε και το πρόγραμμα διδασκαλίας και τον Κανονισμό λειτουργίας του σχολείου (στα ελληνικά με παράλληλη σλαβική μετάφραση), αλλά και ως έξαρχος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Με την ιδιότητά του αυτή προχώρησε στην άρση ενός άδικου αφορισμού που είχε επιβληθεί σε δυο χριστιανούς από τον Επίσκοπο του Λβωφ Γεδεών. Επίσης, απαγόρευσε την τέλεση ενός εθίμου την ημέρα του Πάσχα στις εκκλησίες, κατά το οποίο οι χριστιανοί προσκόμιζαν τα φαγητά του εορταστικού τραπεζιού,  οι ιερείς τα ευλογούσαν και εν συνεχεία οι πιστοί τα έπαιρναν και τα έτρωγαν οικογενειακά στα σπίτια τους.

Ο Άγιος αποχωρεί από το Λβωφ το έτος 1588, όταν με επιστολή του ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ τον ενημερώνει για το πέρασμά του από τα μέρη εκείνα. Σπεύδει και συναντά τον Πατριάρχη στην Πολωνική πόλη Ζαμόστι και απ’ εκεί τον ακολουθεί συνοδεύοντάς τον στη Μόσχα. Σκοπός της επισκέψεως είναι η γνωριμία του Οικουμενικού Πατριάρχου με τον νέο Τσάρο της Ρωσίας καθώς και η «ζητεία».

Κατά την εκεί παραμονή τους είχαν αλλεπάλληλες συναντήσεις με όλες τις εξέχουσες εκκλησιαστικές και πολιτικές προσωπικότητες. Σε κάποια απ’ αυτές, η αντιπροσωπεία του Τσάρου, πρότεινε στο Πατριάρχη Ιερεμία την μόνιμη εγκατάστασή του στη Ρωσία και τη μεταφορά της έδρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μόσχα. Αφού απορρίφθηκε η πρόταση αυτή ήρθε νέο αίτημα από τον Τσάρο, να ιδρυθεί Πατριαρχείο Ρωσίας· πράγμα το οποίο έγινε.

Μέσα σε λαμπρή τελετή, την Κυριακή της 26ης Ιανουαρίου 1589, ο Πατριάρχης Ιερεμίας «ανεβίβασεν τον μητροπολίτην Μοσχοβίας κυρ Ιώβ εις κλήσιν καί καθέδραν καί τάξιν πατριαρχικήν», ονομάζοντάς τον «αγιώτατον πατριάρχην Μοσχοβίας και πάσης Ρωσίας». Μετά την τελετή ακολούθησε επίσημο γεύμα και στο τέλος του γεύματος, κατά τους χαιρετισμούς, ο άγιος Αρσένιος παρακάλεσε τον Τσάρο να του επιτρέψει την μόνιμη εγκατάστασή του στη Μόσχα και ο δεύτερος πρόθυμα αποδέχθηκε το αίτημά του.

Η πατριαρχική αποστολή επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και ο Αρσένιος Ελασσώνος παραμένει μόνιμος κάτοικος της Μόσχας.

Τα πρώτα δεκαπέντε περίπου χρόνια, τα συνοδεύουν τιμές και δόξες. Η ζωή είναι ήρεμη και ο Άγιος επιδίδεται στο έργο για το οποίο επέλεξε να εγκατασταθεί στη Ρωσία, δηλαδή να βοηθήσει και να συμπαρασταθεί στους υπόδουλους πατριώτες του. Ο Τσάρος Θεόδωρος Ιβάνοβιτς, όπως και ο διάδοχός του Μπαρίς Γκουντουνώφ, τον εκτιμούν ιδιαίτερα και τον συμβουλεύονται όταν προκύπτει κάποιο εκκλησιαστικό θέμα.

Ένα από τα πολλά και εξέχοντα χαρίσματα του Αγίου είναι και το ποιητικό. Στα αριστουργήματά του, εντάσσεται η συγγραφή της ακολουθίας του αγίου Βασιλείου· τοπικού αγίου της Ρωσικής Εκκλησίας, καθώς και το περίφημο ποίημά του «Κόποι και διατριβή». Το ποίημα αυτό, αποτέλεσε το πρώτο κείμενο απ’ το οποίο αντλήθηκαν στοιχεία και έγινε γνωστή η ζωή και η δράση του Αγίου, και μια αξιόπιστη ιστορική πηγή για τη ζωή της Ρωσικής Εκκλησίας της εποχής εκείνης.

Το έτος 1597 προχειρίζεται αρχιεπίσκοπος Αρχαγγέλων, δηλαδή προϊστάμενος του Καθεδρικού Ναού της Μόσχας, πράγμα που φανερώνει την εύνοια και εκτίμηση του Τσάρου Θεοδώρου.

Ολόκληρο το διάστημα αυτό, δεν λησμονεί, σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται, από επισκέψεις Ελλήνων ιερωμένων, να αποστέλλει δώρα στην πατρίδα του· δείγμα της μεγάλης αγάπης του σ’ αυτή. Εικόνες, ευαγγέλια, εγκόλπια, δίσκοι κ.α. υπάρχουν και σώζονται έως και σήμερα σε πολλές Μονές της Ελλάδος, αλλά και του ευρύτερου ελληνισμού· και σχεδόν όλα με τη σημείωση: «ο ταπεινός αρχιεπίσκοπος Ελασσώνος Αρσένιος».

Επίσης, καθίσταται αρωγός σ’ όποιον θα φτάσει στη Ρωσία είτε για «ζητεία» είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα προκύπτει. Αυτό το γνωρίζουν πλέον όλοι οι εξ Ελλάδος, γι’ αυτό και απευθύνονται αμέσως σ’ αυτόν.

Όμως, απ’ το 1604 έως το 1613 αρχίζει μια νέα και δύσκολη περίοδος της ρωσικής ιστορίας. Μια περίοδος ταραχών, εννέα περίπου ετών, εξ αιτίας της παρέμβασης και ανάμιξης της Πολωνίας στα πολιτικά δρώμενα του ρωσικού κράτους.

Οι Πολωνοί πιέζουν, οι Ρώσοι ξεσηκώνονται και αντιδρούν μέχρι που οι πρώτοι βρίσκονται αποκλεισμένοι στο Κρεμλίνο, έχοντας ως όμηρο τους και τον άγιο Αρσένιο. Σε λίγους μήνες έχουν φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου, εξ αιτίας της φοβερής πείνας. Έτσι, αναγκάζονται να συνθηκολογήσουν και να παραδοθούν στις ρωσικές δυνάμεις.

 Λίγο πριν την συνθηκολόγηση, ο Άγιος που βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, είδε σε όραμα τον όσιο Σέργιο, τον κτήτορα της Λαύρας της Αγίας Τριάδος, ο οποίος του ανήγγειλε ότι ο Θεός άκουσε τις προσευχές του και οι Πολωνοί θα παραδοθούν. Το όραμα αυτό καθώς και όλη η ζωή του αγίου Αρσενίου, έκαναν τον ρωσικό λαό να τον τιμά ως άγιο, ακόμα και πριν την κοίμησή του.

Το έτος 1614 αναγορεύεται αρχιεπίσκοπος Σουσδελίου και Ταρουσίας, ενώ με εντολή του Τσάρου, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, εγκαταστάθηκε στη Μονή της Λαύρας του Αγίου Σεργίου. Εκεί ολοκλήρωσε, με τη βοήθεια του μοναχού Χριστοφόρου, τα «Απομνημονεύματά» του, μια σημαντική πηγή της ρωσικής εκκλησιαστικής ιστορίας. Παρέμεινε δραστήριος μέχρι το τέλος της ζωής του. Συμμετείχε σε Συνόδους και ασχολήθηκε με πολλά εκκλησιαστικά ζητήματα ενώ συνέχισε να εξυπηρετεί τους Έλληνες που έφθαναν στη Μόσχα και ζητούσαν τη βοήθειά του.

Ο άγιος Αρσένιος έζησε «εν φόβω Θεού και ευλαβεία πολλή καί θεοφιλεί», όπως γράφει ο βίος του. Κοιμήθηκε οσιακά στις 13 Απριλίου του 1626, σε ηλικία 76 ετών και ετάφη στον Καθεδρικό Ναό του Σουσδελίου. Όπως πριν την κοίμησή του έτσι και μετά, η Εκκλησία της Ρωσίας και ο ρωσικός λαός τον αναγνώρισε και τον τίμησε ως Άγιο.

Θα ήταν παράληψη κλείνοντας, να μην κάναμε αναφορά σε δυο ιστορικά γεγονότα, τα οποία αφορούν την μετά την κοίμησή του τιμή και ευλάβεια προς το σεπτό πρόσωπό του στον Ελλαδικό χώρο.

Το πρώτο είναι, η ανέγερση περικαλλούς Ιερού Ναού προς τιμήν του, στην πρώτη έδρα του, στην πόλη της Ελασσώνος. Το δεύτερο γεγονός, αποτελεί η έλευση τμήματος του αγίου Λειψάνου του από τη Μόσχα στην Ελασσώνα, τον Ιούνιο του έτους 2006. Ο Άγιος επιστρέφει στην πόλη, χάρη στην οποία ανήλθε στο αρχιερατικό αξίωμα και την οποία δεν ξέχασε ποτέ.

Αυτά τα δυο γεγονότα που γράφτηκαν στις σελίδες της νεότερης εκκλησιαστικής ιστορίας, πραγματοποιήθηκαν χάρη στις άοκνες ενέργειες του σεπτού Ποιμενάρχου μας κ.κ. Βασιλείου. Μη φειδόμενος κόπου και χρόνου έκανε ό,τι ήταν δυνατό, ώστε να συντονιστούν τρία εκκλησιαστικά κέντρα, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο της Ρωσίας. Και το αποτέλεσμα είναι η επιστροφή του Αγίου στην έδρα του και το Ναό του.

Τα γεγονότα αυτά, για τους μελλοντικούς ερευνητές θα έχουν πάντοτε ιστορικό ενδιαφέρον, δίδοντας ικανά στοιχεία στην ιστορική έρευνα για την τιμή στο πρόσωπο του αγίου Αρσενίου, στον Ελλαδικό χώρο, και τους αγώνες που δόθηκαν για την επιστροφή του στον τόπο του. Για την Ελασσώνα θα αποτελούν ιστορικό γεγονός και για την Ιερά Μητρόπολη Ελασσώνος ευλογία παντοτινή.

Ο άγιος Αρσένιος, το καύχημα και το κλέος της Μητροπόλεως Ελασσώνος, αποτελεί μια σπουδαία εκκλησιαστική και ιστορική μορφή. Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να γίνεται αναφορά σε κάθε συνέδριο που πραγματοποιείται στα όρια της μικρής Μητροπόλεώς μας, φωτίζοντας, με τον τρόπο αυτό, νέες πτυχές της ζωής και της δράσης του. Κι αυτό διότι η μορφή του λαμπρύνει και φωτίζει ολόκληρη την ιστορική πορεία της τοπικής μας Εκκλησίας και κατ’ επέκτασιν την πνευματική πορεία του καθ’ ενός  μας.

 

Βιβλιογραφία:

Borkowski Andrzej, Αγώνας των Ορθόδοξων Πατριαρχείων κατά της ουνίας στην Πολωνία στα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνα (1583-1601), [Νομοκανονική βιβλιοθήκη 27], εκδ. Επέκταση, Κατερίνη, σσ. 90-122 [ιδιαίτερο κεφάλαιο: «Δραστηριότητες των πατριαρχικών εξάρχων Ελασσώνος και Δομενίκου Αρσενίου και Δυρραχίου Παϊσίου (1586-1588»].

Βασίλειος Μητροπολίτης Ελασσώνος (πρόνοια), Ιωήλ Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας (ποίημα), Ακολουθία του εν Αγίοις Πατρός ημών Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Ελασσώνος. Παρακλητικός κανών – Χαιρετισμοί – Εγκώμια, Ελασσώνα.

Βέλκος Γ.Π., Η Επισκοπή Δομενίκου και Ελλασσώνος (sic), εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ελασσόνας, Ελασσόνα 1980, σσ. 145-149.

Δημητρακόπουλος Φ.Α., Αρσένιος Ελασσώνος (1550-1626). Βίος και έργο. Συμβολή στη μελέτη των μεταβυζαντινών λογίων της Ανατολής, Διδακτορική διατριβή, [Imago Επιστημονική Βιβλιοθήκη 1], Αθήνα 1984.