Το πάθος του φθόνου

05-ΦΘΟΝΟΣ

Ὅλα τά πάθη ταλαιπωροῦν τόν ἄνθρωπο κι ἀμαυρώνουν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουμε μέσα μας. Κάποια ὅμως ἀπό αὐτά εἶναι ἰδιαίτερα καταστρεπτικά καί ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο πού ἔχουν κυριεύσει. Ἡ ζήλια καί ὁ φθόνος εἶναι ἀπό αὐτά.

Ὁ φθόνος εἶναι ἐφεύρεση τοῦ διαβόλου. Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ἐνέργησε τόν φθόνο ἦταν ὁ διάβολος. Φθόνησε τή δόξα τοῦ Θεοῦ κι ἔπεσε ἀπό τόν Παράδεισο. Ἔπειτα, ὅταν εἶδε τόν ἄνθρωπο στόν Παράδεισο, ζήλεψε τήν ἐπικοινωνία πού εἶχε μέ τόν Θεό κι ἀγωνίστηκε νά τόν βγάλει ἔξω. Γι’ αὐτό, λένε οἱ Πατέρες ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζηλεύει, γίνεται διάβολος.

Γιά ποιό λόγο ζηλεύει κανείς; Ζηλεύει, γιατί δέν ἔχει αὐτά πού ἔχει ὁ ἄλλος. Γιατί δέν ἔχει τίς εὐλογίες πού ἔχει ὁ διπλανός του. Δέν μπορεῖ νά ἀνεχτεῖ, ὁ ἄλλος νά εἶναι καλύτερος καί ἀνώτερος ἀπό αὐτόν. Ζηλεύει κανείς τόν διπλανό του, ἐπειδή βλέπει νά τόν τιμοῦν καί νά τόν  ἐπαινοῦν.

Βέβαια, ἡ ζήλια ἔχει κί ἄλλες μορφές. Ἔτσι, μπορεῖ κανείς νά ἀγαπάει κάποιον καί νά τόν ζηλεύει ὑπερβολικά. Τόν θεωρεῖ δικό του, κτῆμα του. Δέν τοῦ δίνει ἐλευθερία καί δέν τόν ἐμπιστεύεται. Ἐπιζητᾶ ἀποκλειστικότητα καί θεωρεῖ ὅτι ἔχει δικαιώματα στή ζωή του.

Χαρακτηριστικά τοῦ ἀνθρώπου πού φθονεῖ

Ὁ φθόνος εἶναι πολύ μεγάλο κακό. Ὅλες οἱ αἰτίες τῆς εὐημερίας κάποιου ἀποτελοῦν γιά τόν φθονερό πηγές δυστυχίας καί πόνου. Ἔτσι, ὁ πλοῦτος κάποιου, τά ὑλικά   ἀγαθά, ἡ καλή ὑγεία, ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία, ἡ ὀμορφιά, τά ψυχικά χαρίσματα, ἡ πνευματική προκοπή, ὅλα αὐτά χτυποῦν καί πληγώνουν θανάσιμα τόν φθονερό.

Χαίρεται ἀπό τά βάσανα τῶν ἄλλων. Χαίρεται, ὅταν βλέπει αὐτόν πού φθονεῖ νά παθαίνει κάποιο κακό· νά πέφτει ἀπό τήν εὐτυχία στή δυστυχία, ἀπό τόν πλοῦτο στή φτώχεια, ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος στήν ἀσθένεια.

Ὁ φθονερός εἶναι χειρότερος καί ἀπό ἄγριο θηρίο. Τό ἄγριο ζῶο, ἄν τό περιποιηθεῖς καί τό φροντίσεις, θά τό ἡμερέψεις, ἐνῶ τόν φθονερό, ἐάν τόν εὐεργετήσεις, ἐξαγριώνεται ἀκόμη περισσότερο.

Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς ζήλιας

Τή μεγαλύτερη βλάβη ἀπό τό πάθος τῆς ζήλιας ὑφίσταται αὐτός πού τήν ἔχει, παρά αὐτός πού τή δέχεται. Ἡ ζήλια εἶναι σάν τή σκουριά πού τρώει τό σίδερο. Σιγά-σιγά τρώει αὐτόν πού τήν ἔχει.

Ἔτσι, ὅταν κάποιος ζηλεύει, λιώνει καί δυστυχεῖ. Πάντα εἶναι στενοχωρημένος. Δέν μπορεῖ νά νιώσει καλά οὔτε γιά μιά στιγμή. Ὅταν βλέπει τόν ἄλλον νά εὐτυχεῖ, δέν ἀντέχει καί γίνεται δυστυχής. Ἀλλά καί ὅταν ὁ ἄλλος δυστυχεῖ, πάλι αὐτός ζηλεύει, γιατί φοβᾶται μήν τυχόν μεταβληθεῖ ἡ θέση του.

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι συνεχῶς σκοτισμένος καί δέν μπορεῖ νά ἔχει σωστή κρίση γιά τίς διάφορες καταστάσεις πού συναντᾶ. Παραβλέπει ὅλα τά θετικά ἑνός ἀνθρώπου κι ἐμμένει μόνο στά σφάλματα καί τά μειονεκτήματά του.

Πῶς θά θεραπευθοῦμε;

Πῶς μποροῦμε νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ φθόνου; Πῶς θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό διαβολικό αὐτό πάθος;

Κατ’ ἀρχάς, ὅταν βλέπουμε τά χαρίσματα καί τά προσόντα τοῦ ἄλλου, νά θεωροῦμε ὅτι τά κατέχουμε κι ἐμεῖς. Γιατί, ἡ ὠφέλεια, πού ἀποκομίζει ὁ ἄλλος ἀπό τά τάλαντά του, εἶναι καί γιά μᾶς κέρδος. Τό χάρισμα κάποιου, δέν τό ἀπολαμβάνουν ὅλοι; Κι αὐτός πού προσεύχεται, δέν προσεύχεται γιά ὅλους; Κι αὐτός πού ἐργάζεται, δέν ἐργάζεται γιά τό καλό ὅλων; Ἑπομένως, αὐτό τό ὁποῖο προσφέρει ὁ καθένας μας, τό προσφέρει γιά κοινή ὠφέλεια.

Ἔπειτα, τά χαρίσματα, πού διαθέτει κάποιος, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν λοιπόν ζηλεύουμε αὐτόν πού τά ἔχει, ἐχθρευόμαστε τόν ἴδιο τόν Θεό, πού τά ἔδωσε. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τά τάλαντα, γιά νά τά ἐνεργοποιήσουμε καί ὄχι νά τά ἔχουμε κρυμμένα.

Ἀκόμη, νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι αὐτά, τά ὁποῖα ἔχει ὁ ἄλλος κι ἐμεῖς τά ζηλεύουμε, δέν εἶναι καί τόσο σπουδαῖα. Δέν εἶναι σημαντικός οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ ομορφιά οὔτε τά ὑλικά ἀγαθά. Ὅλα ἔρχονται καί παρέρχονται. Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καί αὐτός πού τά κατέχει ὀφείλει νά κάνει καλή χρήση καί ὄχι νά τά χρησιμοποιεῖ κατά ἐγωιστικό τρόπο.

Πάντως ὅσα καλά κι ἄν ἔχουμε, ὅσα χαρίσματα κι ἄν διαθέτουμε, πάλι ἀνικανοποίητοι θά εἴμαστε. Αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι νά ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Θεό, καί νά αἰσθανόμαστε μέσα μας τή θεία χάρη.

Ὅταν πιάνουμε τόν ἑαυτό μας νά ζηλεύει κάποιον, νά τό προσπερνοῦμε βιαστικά καί νά τό θεωροῦμε ἀσήμαντο. Νά μήν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας τέτοιους λογισμούς.

Μποροῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τόν φθόνο, ἐάν χαιρόμαστε μαζί μέ αὐτόν πού χαίρεται καί λυπόμαστε μαζί μέ αὐτόν πού λυπᾶται: «Χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ΄ 15).

Τέλος, ὅ,τι κάνει κανείς, ὀφείλει νά προσέχει, ὥστε νά μήν προκαλεῖ. Γιατί θά κάνει τόν ἄλλο νά τόν φθονήσει. Νά εἶναι προσεκτικός καί διακριτικός. Νά λειτουργεῖ ἀθόρυβα, ἀφανῶς, μέ ταπείνωση κι ὁ Θεός θά τόν σκεπάσει.

Εἶναι δύσκολο νά ἀπαλλαγεῖ κανείς ἀπό τό πάθος τοῦ φθόνου, ὅμως πρέπει νά ἀγωνιστεῖ, ὥστε νά τό νικήσει.

Νά μήν ἀφήνουμε λοιπόν αὐτό τό πάθος νά μᾶς κυριεύει καί ἔτσι νά ἀδικοῦμε ἀνθρώπους, πού δέν μᾶς ἔφταιξαν σέ τίποτα. Ἐμεῖς νά βλέπουμε τά πάντα μέ θετική ματιά. Νά μή στενοχωριόμαστε γιά τίς ἐπιτυχίες τοῦ ἄλλου. Νά ἀπολαμβάνουμε τά χαρίσματα τῶν ἄλλων σάν νά εἶναι δικά μας. Νά ἀγαπήσουμε τόν ἑαυτό μας. Νά δοῦμε τά χαρίσματα πού ἔχουμε. Νά χαιρόμαστε ὁ ἕνας μέ τή χαρά τοῦ ἄλλου. Καί νά μήν ἔχουμε ζήλια, ἀλλά ζῆλο νά γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι καί νά μοιάσουμε στούς ἐνάρετους κι ἁγίους συνανθρώπους μας.