Το πάθος της κενοδοξίας

06-ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ

Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ὡς ἡ ἐποχή τῶν εἰκόνων, τῆς διαφήμισης καί τῆς προβολῆς. Ὁ ἄνθρωπος δίνει μεγάλη σημασία στήν ἐξωτερική του ἐμφάνιση. Νιώθει ἔντονη τήν ἀνάγκη γιά καταξίωση. Ὁ καθένας στόν χῶρο πού βρίσκεται, στήν οἰκογένεια, στούς φίλους, στήν ἐργασία, προσπαθεῖ νά προβάλει τόν ἑαυτό του, νά δείχνει ἐπιτυχημένος. Κυριαρχεῖ «τό φαίνεσθαι» ἔναντι «τοῦ εἶναι». Σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, εἶναι εὔλογο νά εὐδοκιμεῖ τό πάθος τῆς κενοδοξίας.

Κενοδοξία εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιά ἐπίδειξη, γιά φανέρωση τῶν προσόντων καί τῶν καλῶν μας πράξεων, μέ σκοπό τήν ἀπόκτηση φήμης καί θαυμασμοῦ· κενοδοξία εἶναι ἡ σκέψη ὅτι εἴμαστε σπουδαῖοι. Ὁ κενόδοξος ἐπιθυμεῖ νά δείχνει ὅτι εἶναι κάποιος ἤ ὅτι αὐτός ξέρει, ὅτι ἔχει δίκιο. Λέγεται κενοδοξία, γιατί εἶναι δόξα κενή, δηλαδή δόξα κούφια, χωρίς περιεχόμενο.

Κενοδοξία στόν κόσμο

Τό πάθος αὐτό κοινωνικά ὀνομάζεται ἀνθρωπαρέσκεια καί πνευματικά κενοδοξία. Ἔτσι, στόν κόσμο, ὁ κάθε ἄνθρωπος φαντασιώνεται γιά τόν ἑαυτό του μεγάλα πράγματα, ὑψηλές θέσεις, καί ἀνώτερες πνευματικές καταστάσεις. Ὀνειρεύεται χρήματα, δόξα, ἐπιτυχίες ἐπαγγελματικές καί κοινωνική καταξίωση.

Προσπαθεῖ νά εἶναι τέτοιος, ὥστε νά ἀρέσει στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν ζεῖ μέ γνώμονα τό τί ἀρέσει στόν Θεό καί τί τόν ὠφελεῖ πνευματικά, ἀλλά τό κριτήριό του εἶναι τί ἀρέσει στόν κόσμο. Καί αὐτό εἶναι ἡ χειρότερη μορφή σκλαβιᾶς.

Κενοδοξία στήν πνευματική ζωή

Στήν πνευματική ζωή, ἀπό τήν ἄλλη, ἀγωνίζεται κανείς νά ἀποκτήσει ἀρετές, γιά νά τιμᾶται καί νά θαυμάζεται ἀπό τούς ἄλλους. Φαντάζεται ὅτι εἶναι ἅγιος καί ὅτι αὐτός θά σώσει τόν κόσμο. Ζεῖ δηλαδή σέ ἕνα παραμύθι καί χάνει τόν δρόμο τῆς ταπείνωσης καί τῆς μετάνοιας.

Ὁ κενόδοξος ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς προσωπικῆς του προβολῆς. Ἐπιδιώκει συνεχῶς νά ἑλκύει τήν τιμή τῶν ἄλλων. Ἐπειδή αὐταπατᾶται ὅτι ἀξίζει ὁ ἑαυτός του, προσπαθεῖ νά τόν διαφημίζει, γιά νά ἀποδεικνύει τήν ἀξία του.

Δέν ἐμπιστεύεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τίς δικές του ἱκανότητες καί τή δική του ἐξυπνάδα. Δέν ἀποδίδει τά κατορθώματά του στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό του καί τήν ἀξία του. Γι’ αὐτό καί εἶναι αὐστηρός καί σκληρός ἀπέναντι στούς ἄλλους.

Τελικά ὁ κενόδοξος ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του. Γιατί ὅλα μπορεῖ νά τά κάνει –νά νηστεύει, νά κοπιάζει, νά δίνει ἐλεημοσύνη–  ὅμως, ἐπειδή τά κάνει γιά τόν ἑαυτό του, δέν ἔχει κανένα μισθό ἀπό τόν Θεό.

Συνέπειες τῆς κενοδοξίας

Ἡ κενοδοξία ἀχρηστεύει τήν ὕπαρξή μας. Δέν βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ τά πάθη του, νά καταλάβει τί συμβαίνει μέσα του καί νά ὁδηγηθεῖ στήν αὐτογνωσία. Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει νά κατακρίνουμε καί νά θεωροῦμε τούς ἄλλους κατώτερους ἀπό ἐμᾶς καί αὐτό θά μᾶς ὁδηγήσει σίγουρα σέ πτώση. Ὁ κενόδοξος ἄνθρωπος δέν ἔχει μέσα του εἰρήνη, γι’ αὐτό εὔκολα θυμώνει. Ἡ καρδιά του εἶναι σκληρή πρός τόν πλησίον. Ὁ κενόδοξος δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ σωστά. Τοῦ λείπει ἡ ἁπλότητα, ἡ εὐθύτητα, ἡ ἀκακία. Ζεῖ σέ ἀπομόνωση. Ἡ ζωή του εἶναι χωρίς Θεό. Ἡ κενοδοξία δέν βοηθάει τήν ταπείνωση καί τή συντριβή. Διώχνει τήν κατάνυξη καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅσα ἔχει κερδίσει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν πνευματικό ἀγώνα του, ἀπό τήν ὑπομονή του στίς θλίψεις, ὅλα τά χάνει σέ μία στιγμή κενοδοξίας.

Εἶναι πάθος δυσδιάκριτο. Δέν μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει εὔκολα ὅτι διακατέχεται ἀπό τήν κενοδοξία. Ἀκόμα καί στά ἁπλά πράγματα, σέ μία σκέψη, σέ μία ἁπλή πράξη, κρύβεται ἡ κενοδοξία· στό βάδισμα, στό χτένισμα, στήν ὁμιλία, στήν ἐνδυμασία, στή νηστεία, στήν ἐλεημοσύνη.

Θεραπεία τῆς κενοδοξίας

Τό νά νικήσει κανείς τήν κενοδοξία εἶναι μέγα κατόρθωμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί ξεκινάει κανείς νά πολεμάει τήν κενοδοξία, ὅταν σταματάει νά μιλάει. Ὅταν παύει νά κάνει κηρύγματα, ὅταν παύει νά κάνει ὑποδείξεις, ὅταν σταματάει νά παριστάνει τόν δάσκαλο στούς ἄλλους.

Ἄν θέλουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τόν πειρασμό τῆς κενοδοξίας, νά ἀποφεύγουμε ὁτιδήποτε μᾶς κάνει κέντρο τῆς προσοχῆς τῶν ἀνθρώπων. Ὅ,τι καλό κάνουμε καί ὅποια ἀρετή ἔχουμε, νά τά κρύβουμε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ὄχι κάτι ξεχωριστό, ἀλλά ἴδιο μέ τούς ἄλλους. Νά μήν κάνουμε ἐπίδειξη τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγώνα. Νά γινόμαστε σπουδαῖοι στήν ψυχή, ὅμως νά μήν τό δείχνουμε ἐξωτερικά. Ὅταν μᾶς ἐπαινοῦν, νά θυμόμαστε τίς ἁμαρτίες μας καί νά νιώθουμε συντριβή γι’ αὐτές. Νά ἀγαπήσουμε τήν ἀφάνεια καί τήν ταπείνωση. Νά στραφοῦμε μόνο στή χάρη καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, χρειάζεται νά κάνουμε καί πολλή προσευχή.

Στίς διαπροσωπικές σχέσεις νικάει κανείς τήν κενοδοξία, ὅταν, ἐνῶ κάποιος τόν περιγελάει, αὐτός τόν συγχωρεῖ καί τόν ἀγαπάει. Αὐτό πού ὠφελεῖ τήν ψυχή πνευματικά καί τήν ὁδηγεῖ στόν δρόμο τῆς ἀλήθειας, δέν εἶναι οἱ τιμές καί οἱ δόξες, ἀλλά οἱ ὕβρεις καί οἱ κατηγορίες. Αὐτός ὁ ὁποῖος μᾶς στενοχωρεῖ καί μᾶς πληγώνει εἶναι ὁ γιατρός τῆς ψυχῆς μας, γιατί μᾶς βοηθάει νά ταπεινωθοῦμε. Ὁ διάβολος ποτέ δέν λυπᾶται, παρά μόνον ὅταν βλέπει τόν πιστό νά ταπεινώνεται καί νά ἀνέχεται τίς περιφρονήσεις.

Μεγάλη πληγή στόν ἄνθρωπο ἡ κενοδοξία. Χρειάζεται ἀγώνας γιά νά γλιτώσουμε ἀπό αὐτή. Ἐμεῖς, νά ἔχουμε ὡς στόχο τῆς ζωῆς μας ὄχι τήν ἐπίγεια δόξα, ἀλλά τήν ἐπουράνια. Τότε μόνον ἡ ζωή μας δέν θά εἶναι κενή.

Πολλοί σ’ αὐτή τή ζωή δοξάστηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους κι ἔμειναν στήν ἱστορία. Ὅμως, ὅταν πέθαναν, καταδικάστηκαν ἀπό τόν Θεό στό αἰώνιο πῦρ. Σέ τί τούς ὠφέλησε ἡ ἐπίγεια δόξα καί ὁ ἀνθρώπινος ἔπαινος; Σέ τίποτα.