Το μυστήριο του Θανάτου

04-ΘΑΝΑΤΟΣ

Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο κάτι τό φοβερό, ἀποτρόπαιο, συγκλονιστικό, ἀλλά κυρίως ἀναπόφευκτο. Ὅσο καί ἄν προσπαθεῖ νά μήν τόν σκέφτεται καί νά ἐνεργεῖ σάν νά μήν ὑπάρχει, ἐκεῖ­νος κάνει συνεχῶς ἐμφανή τήν παρουσία του, προσδίδοντας θλίψη, μελαγχολία, ἀ­πελπι­σία. Ὑπό συγκεκριμένες μόνο προϋ­ποθέσεις, τίς ὁποῖες θά ἀναφέρουμε παρακάτω, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τηρήσει μιά διαφορετική στάση ἀπέναντί του, στάση πού θά τοῦ δίνει ἐλπίδα, σιγουριά καί τή βεβαιότητα ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀνίκη­τος καί ὅτι ἡ ζωή δέν σταματάει στόν τάφο, ἀλλά ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει μία μακαρία αἰώνια ζωή.

Βιολογικά, ὡς θάνατος θεωρεῖται ἡ παύση τῆς λειτουργίας τῆς καρδιᾶς καί τῶν ἄλλων βιολογικῶν ὀργάνων, πού ὑποστηρίζουν τή διαβίωση τοῦ ἀνθρώπου. Τελευταῖα ἀκοῦμε γιά διάφορα εἴδη θανάτου, ὅπως ὁ ἐγκεφαλικός θάνατος, ὅμως γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι κρίσιμο νά γνωρίζουμε πότε χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι οὐσιαστικά τότε συντελεῖται ὁ βιολογικός θάνατος. Σύμ­φωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλη­σίας μας, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα ἐπέρχεται μέ τήν παύση τῆς λειτουργίας τῆς καρδιᾶς. Καί συμπερασματικά, τότε μόνο μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά θάνατο.

Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος ἀπορεῖ, γιά ποιό λόγο ὁ Θεός ἔβαλε μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου τόν θάνατο, γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ὅτι ὅλα ὅσα κάνει εἶναι γιά τό καλό τοῦ ἀνθρώπου. Δέν θέλει τόν πόνο, τήν ἀγωνία, τήν μελαγχολία, τήν ἀπελπισία. Πῶς λοιπόν δημιουργώντας τή ζωή τήν συνέρραψε μέ τόν θάνατο, πού εἶναι τόσο τραγικός; Πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι δέν εἶναι ὁ Θεός δημιουργός τοῦ θανάτου, ἀλλά αὐτός ἀποτελεῖ τήν τραγική συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Ὁ θάνατος εἰσῆλθε στόν ἄνθρω­πο μετά τήν πτώση του. Εἰσερχόμε­νη ἡ ἁμαρτία στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἔφερε ὅλα τά δεινά, καί γι’ αὐτό ἔπρεπε μέ κάποιο τρόπο νά σταματήσει αὐτή ἡ συνύπαρξη. Ὁ ἄνθρωπος δέν πλάστηκε γιά νά συμπορεύεται μέ τήν ἁμαρτία, ἀλλά γιά νά ζεῖ μέσα στήν ἁγιότητα. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά σταματήσει αὐτή ἡ συνοδοιπορία μέ τό κακό ἦταν νά εἰσέλθει ἡ τραγικότητα τοῦ θανάτου στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Χαρακτηριστικά, οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ὁ θάνατος εἰσῆλθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Γιά νά ὑπάρχει ἕνα φρένο καί ἕνα τέλος στήν ἁμαρτία καί μιά ἐπανεκ­κίνηση τῆς ζωῆς σέ κατάσταση ἁγιότητος.

Οὐσιαστικά δηλαδή, ὁ θάνατος εἶναι τό τέλος τῆς ζωῆς τῆς ἁμαρτίας. Αὐτό ἐπιτυγχά­νεται μέ τόν πρόσκαιρο ἀποχω­ρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα ἕως τή Δευτέρα Παρουσία, κατά τήν ὁποία θά ἑνωθοῦν καί πάλι τά δύο σέ ἕνα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει, τό σῶμα του μένει ἐδῶ στή γῆ καί ἀποσυντίθεται «εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη», καί ἡ ψυχή ἀνέρχεται στόν οὐρανό, ἀναμένοντας τήν ὥρα πού θά ἀκουστεῖ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, ἡ ὁποία θά σηματοδοτεῖ τό κάλεσμα τοῦ Δίκαιου Κριτῆ γιά τήν τελική κρίση. Τή στιγμή ἐκείνη θά ἑνωθεῖ καί πάλι ἡ ψυχή μέ τό σῶμα, τό ὁποῖο θά ἀναστηθεῖ γιά νά συνεχίσουν τή ζωή, αἰώνια πιά μαζί, ἀφοῦ δέν θά ξαναϋπάρξει θάνατος.

Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν μυστήρια τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ὁ θάνατος χαρακτηρίζεται καί ὁ ἴδιος μυστήριο, «Ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον…» ψάλλουμε στή νεκρώσιμη Ἀκολουθία. Τό μυστήριο ὅμως δέν ἔγκειται στήν ὕπαρξη τοῦ θανάτου, ἀλλά στίς συνέπειες αὐτοῦ, ὅπως χαρακτηριστικά συνεχίζει τό τροπάριο: «πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται…»…. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μυστήριο. Τό πῶς συντελεῖται ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀφοῦ ὁ Θεός τά δημιούργησε ἀχώριστα.

Αὐτό τό μυστήριο ἦταν ἄλυτο πρίν ἔρθει ὁ Χριστός. Γιά τούς πρό Χριστοῦ ἀν­θρώπους, ὁ θάνατος ἦταν ὁ μεγαλύτερος καί φυσικά ὁ ἀκαταμάχητος καί ἀνίκητος ἐχθρός τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στή σκέψη του καί μόνο ἔτρεμαν. Ἡ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι τόσο δυνατή, ἔβρισκε τό τέλος της στόν θάνατο.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν αἰώνων, ἀνέμεναν τόν Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά τούς λύτρωνε ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Ὅλοι ἤθελαν καί θέλουν νά μήν πέσουν στό στόμα τοῦ ἀδηφάγου Ἅδη. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἀκόμα καί ὅσοι δέν πιστεύουν στόν Θεό, ἔχουν ἐλπίδα ὅτι κάποια στιγμή θά βρεθεῖ τό φάρμακο ἐνα­ντίον τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, χωρίς νά συνειδητοποιοῦν οἱ δύστυχοι ὅτι ἤδη ὑπάρχει. Καί αὐτό εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά νικήσει μέ τόν θάνατό Του τόν θάνατο, χαρίζοντας τήν ἀνάσταση σέ ὅλους τούς κεκοιμημένους.

Τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, πού πρόσφερε ὁ Κύριος, δίνει μία ἄλλη προοπτική στό ζήτημα τοῦ θανάτου. Διακηρύττει ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀνίκητος, φοβερός, τραγικός. Γιά τόν πιστό εἶναι ἡ μετάβαση τοῦ ἀνθρώπου «ἀπό τά λυπηρότερα, πρός τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα». Ὑπό αὐτό τό πρίσμα, μπροστά στό μυστήριο τοῦ θανάτου, ἐνῶ εἶναι φυσικό νά ὑπάρχει ἡ λύπη γιά τόν πρόσκαιρο ἀποχωρισμό ἑνός προσφιλοῦς προσώπου, συνάμα ὑ­πάρ­χει καί ἡ βεβαιότητα ὅτι δέν τελειώνει ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά καί ἡ προσδοκία τῆς ἐπανασυναντήσεως μαζί του στόν οὐρανό.

Χαρακτηριστικά, ὁ Καθηγητής κ. Νίκος Νικολαΐδης στό βιβλίο του «Γιατί ὁ θάνατος; καί πέραν τοῦ τάφου;» στή σελίδα 78 ἀναφέρει:

«Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν θάνατο, πρέπει νά μᾶς συνέχει ἡ χαρμολύπη. Τί σημαίνει αὐτό; Νά λυπούμαστε, γιατί ὁ θάνατος εἶναι ἕνα ἀφύσικο, ἔξω ἀπό τόν προορισμό μας, γεγονός. Ἀκόμη, μπροστά στόν θάνατο μᾶς διακρατεῖ ἡ θλίψη τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Κάποιος δικός μας, πολύ δικός μας, μᾶς φεύγει… Ταυτόχρονα ὅμως, ὁ θάνατος εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, καί γεγονός ὄχι λύπης, ἀλλά ἀνάπαυσης, ἀνακούφισης, παρηγοριᾶς, παραμυθίας, ἄρα καί κατά Θεόν χαρᾶς! Ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἄνθρωπός μας ἐκλέχτηκε ἀπό τόν Θεό, στόν κατάλληλο καιρό, ὥστε εὑρί­σκοντάς τον ἕτοιμο, νά τόν καλέσει κοντά του».