Στήν παροῦσα ζωή, ὅλα τά πράγματα ἔχουν ἀρχή καί τέλος. Ἔτσι ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός. Εἴτε ζωντανές ὑπάρξεις εἴτε ἄψυχα ὄντα, εἴτε εὐχάριστα γεγονότα εἴτε δυσάρεστα, εἴτε καταστάσεις καί ἀνθρώπινα σχήματα, ὅλα ἔχουν ἀρχή καί τέλος. Μόνο στήν αἰώνιο ζωή δέν θά ἔχουν τέλος οἱ καταστάσεις καί τά ὄντα. Σ’ αὐτή τήν ζωή, ὅλα τελειώνουν.
Μεγάλη εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀρχῆς ὁποιουδήποτε πράγματος. Σπουδαία ἐπίσης καί ἡ κατάληξή του. Ἰδιαίτερα ὅμως στίς περιπτώσεις πού ἡ κατάληξη ἔχει νά κάνει μέ τήν συνέχεια στήν ἄλλη ζωή, μέ τήν αἰωνιότητα, ἡ ἀξία τοῦ τελειώματος εἶναι τεράστια. Δίνει ὁ Θεός μεγάλη ἀξία στό τελείωμα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ θά κρίνει τόν ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τό πῶς θά τόν βρεῖ τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Μεγάλη ἀξία δίνει ὅμως καί στό τελείωμα κάθε ἐπιμέρους πνευματικοῦ ἀγῶνος. Ὅλοι οἱ πνευματικοί ἀγῶνες πού δίνει ὁ ἄνθρωπος στήν ζωή του, ἐπιστέφονται μέ ἐπιτυχία μόνο ὅταν δέν λιποτακτήσει ἀπό τό ἀγώνισμα, ἀλλά μέ τήν ὑπομονή του ἀγωνισθεῖ ἕως τέλους.
Ὅλοι οἱ πιστοί, τίς ἡμέρες αὐτές, βρισκόμαστε σέ ἕνα στάδιο ἀγῶνος, στό στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἔχουμε εἴδη διανύσει τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νηστείας καί βρισκόμαστε πρός τό τέλος της. Καί ὅπως προείπαμε, ἀφοῦ ὁ Θεός δίνει μεγάλη ἀξία στό τελείωμα κάθε καταστάσεως, δίνει μεγάλη ἀξία καί στό πώς θά τελειώσουμε τήν νηστεία.
Γνωρίζοντας αὐτό ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, τήν τελευταία ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιά νά μᾶς τονώσει καί νά μᾶς προτρέψει νά ἀγωνισθοῦμε ἕως τέλους, μᾶς ὑπενθυμίζει μία παραβολή, ἡ ὁποία ἔχει νά κάνει μέ τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί κατ’ ἐπέκταση μέ τό τέλος κάθε πνευματικοῦ ἀγῶνος. Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. Ὁλόκληρη τήν τελευταία ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τά τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν ἀναφέρονται στήν παραβολή καί στά μηνύματα πού ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτή. Μᾶς καλεῖ λοιπόν ἡ Ἐκκλησία, νά δοῦμε καλά, νά παρατηρήσουμε, τό τέλος, τήν κατάληξη, πού εἶχαν οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι, ὁ πλούσιος καί ὁ Λάζαρος. Ἄς θυμηθοῦμε ὅμως τό τέλος τους, ἀναφέροντας μέ συντομία τά κύρια μέρη τῆς παραβολῆς.
Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου
Ὑπῆρχε κάποτε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ντυνόταν μέ τά καλύτερα ροῦχα, ἔτρωγε, ἔπινε καί καλοπερνοῦσε κάθε μέρα ζώντας μέσα σέ μεγάλη πολυτέλεια. Ὑπῆρχε κι ἕνας φτωχός πού τόν ἔλεγαν Λάζαρο, ριγμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές στό σῶμα του, πού προσπαθοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου καί ἦταν σέ τέτοια ἐγκατάλειψη πού ἀκόμα καί τά σκυλιά ἔρχονταν καί ἔγλυφαν τίς πληγές του.
Κάποια στιγμή πέθανε ὁ φτωχός καί μεταφέρθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Πέθανε καί ὁ πλούσιος καί πῆγε στόν Ἅδη καί βασανιζόταν. Καί στόν Ἅδη, ἐκεῖ πού βασανιζόταν, σήκωσε τά μάτια του καί εἶδε τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στήν ἀγκαλιά του. Καί φώναξε ὁ πλούσιος: Πάτερ Ἀβραάμ, λυπήσου μέ καί στεῖλε τόν Λάζαρο νά βουτήξει στήν ἄκρη τό δάκτυλό του στό νερό καί νά δροσίσει τήν γλώσσα μου, γιατί καίγομαι καί λιώνω σέ τούτη τήν φλόγα. Καί εἶπε ὁ Ἀβραάμ: Παιδί μου, θυμήσου, πώς ἐσύ χάρηκες τά ἀγαθά στήν ζωή σου, καί ὁ Λάζαρος πάλι τά βάσανα. Τώρα ἐκεῖνος ἐδῶ χαίρεται κι ἐσύ βασανίζεσαι. Κι ἐκτός ἀπό ὅλα αὐτά, μεταξύ μας ὑπάρχει βαθύ φαράγγι, ὥστε ἐκεῖνοι πού θέλουν νά διαβοῦν ἀπό τήν μία μεριά στήν ἄλλη, νά μήν μποροῦν… (Λουκ. 16, 19-31).
Στήν παραβολή αὐτή, γνωρίζουμε τόν βίο δύο ἀνθρώπων. Βλέπουμε δύο ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους ἔμειναν σταθεροί καί ἀμετάβλητοι. Ὁ ἕνας ἐπέμενε μέχρι τέλους στήν σκληρόκαρδη καί ὑλόφρονα τακτική του καί βρέθηκε τελικά στόν Ἅδη “ὑπάρχων ἐν βασάνοις”. Ὁ ἄλλος ὑπέμεινε ἀγόγγυστα μέχρι τέλους τό μαρτύριό του καί κέρδισε τόν Παράδεισο καί τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τό σκηνικό ἄλλαξε τελείως. Ὁ ἕνας ἔπεσε ἀπό τήν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν πού εἶχε στήν ζωή του, στήν ἀφόρητη ὀδύνη. Ὁ πτωχός καί ταλαίπωρος Λάζαρος ὅμως, μέ τόν ἄθλο τῆς ὑπομονῆς του, ἀνῆλθε στήν οὐράνια μακαριότητα.
Τί ὁδήγησε τόν Λάζαρο στόν Παράδεισσο
Τί ἦταν αὐτό ὅμως πού ἔκανε τόν Λάζαρο νά κερδίσει τόν Παράδεισο; Τόν βλέπουμε νά κάθεται ἔξω ἀπό τό σπίτι τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές στό σῶμα καί νά προσπαθεῖ νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἦταν σέ ἄθλια κατάσταση. Ἕνα οἰκτρό θέαμα. Ἄς μήν νομίζουμε ὅμως ὅτι ὁ Λάζαρος πῆγε στόν Παράδεισο μόνο καί μόνο ἐπειδή ἦταν φτωχός. Ἄν ἦταν ἔτσι, θά ἔπρεπε νά πάει στήν ἀγκαλιά κάποιου φτωχοῦ καί ὄχι στήν ἀγκαλιά τοῦ πλούσιου Ἀβραάμ. Αὐτό πού ἔκανε τόν Λάζαρο νά πάει στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, δέν εἶναι ἡ φτώχειά του, ἀλλά ἡ ὑπομονή του, ἡ καρτερικότητά του, ἡ ἀνεξικακία του, ἡ μακροθυμία του, ἡ ἀγάπη του.
Γιά χρόνια ὁλόκληρα ἦταν πεταμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ πλουσίου. Ποτέ ὅμως δέν γόγγυσε. Ποτέ δέν εἶπε, “γιατί Θεέ μου αὐτή ἡ ἀδικία, ἐγώ νά πεθαίνω ἀπό τήν πείνα καί δίπλα μου ἀκριβῶς ὁ πλούσιος νά μήν ξέρει τί θά πεῖ στέρηση καί τί θά πεῖ πόνος”. Ποτέ δέν ξεστόμισε κάποια βρισιά ἐναντίον τοῦ πλουσίου. Οὔτε κἄν ἐναντίον τῶν σκύλων πού ἔρχονταν καί ἔγλυφαν τίς πληγές του. Ποτέ δέν κατέκρινε τόν σκληρό καί σπάταλο πλούσιο. Καί μέ τά ψίχουλα πού ἔτρωγε, δόξαζε τόν Θεό καί εὐγνωμονοῦσε τόν πλούσιο. Ἦταν ἄνθρωπος ἀγάπης καί ὑπομονῆς. Ἦταν φτωχός στά ὑλικά πράγματα, εἶχε ὅμως πλούσια καί λαμπρή ψυχή. Καί γιά αὐτό τόν λόγο, ὁ δικαιοκρίτης Θεός μέ τιμή καί δόξα τοῦ χάρισε τόν Παράδεισο.
Ἔδειξε ὁ Λάζαρος ἀγάπη καί ὑπομονή καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ἡ ὑπομονή του αὐτή ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πίστεώς του στόν Θεό ἐπάνω στίς θλίψεις του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του: “οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλίψις ὑπομονήν κατεργάζεται”.
Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μποροῦν καί μετατρέπουν τήν θλίψη καί τόν πόνο, σέ χαρά καί ὠφέλεια γιά τήν ψυχή τους. Ἐνῶ ὁ κοσμικός ἄνθρωπος μπροστά στήν θλίψη καί τήν δοκιμασία συνήθως ἀπογοητεύεται καί τά βάζει μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, ὁ πιστός ἀντιμετωπίζει τίς δυσκολίες μέ ἐλπίδα, ὡς δῶρο Θεοῦ καί προσπαθεῖ μέσα ἀπό αὐτές νά ἔρθει πιό κοντά στόν Θεό.
Ὁ Λάζαρος τῆς παραβολῆς ἔκανε ὑπομονή στίς δοκιμασίες του, γι’ αὐτό καί σώθηκε. Ἔκανε ὑπομονή καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του. Δέν κάμφθηκε οὔτε μία στιγμή. Ἔκανε ὑπομονή μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Αὐτό πρέπει λίγο νά τό προσέξουμε. Ἐάν ὁ Λάζαρος στό τέλος τῆς ζωῆς του ἀγανακτοῦσε, ἔχανε τήν ὑπομονή του καί ἔλεγε λόγια ἐναντίον τοῦ πλουσίου καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, θά ἔχανε τόν Παράδεισο, θά πήγαιναν κόποι τόσων χρόνων χαμένοι…
Παράλληλα, ὁ πλούσιος, ἐάν στό τέλος τῆς ζωῆς του, καταλάβαινε τό λάθος του, ἔδειχνε ἀγάπη γιά τόν Λάζαρο καί ζητοῦσε συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, ὁ Θεός μέ τό πολύ ἔλεός Του θά τόν συγχωροῦσε. Ὁ Θεός θά κρίνει τόν ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τίς πράξεις του, καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλά κυρίως ἀνάλογα μέ τό πῶς θά βρεῖ τόν ἄνθρωπο τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Ὁ ληστής στόν σταυρό, ὅλη του τήν ζωή ἐγκληματοῦσε. Ἡ μία στιγμή ὅμως λίγο πρίν πεθάνει, πού ζήτησε συγχώρεση ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, τοῦ χάρισε τόν Παράδεισο.
Γιά νά μήν πᾶνε οἱ κόποι μας χαμένοι
Μᾶς ὑπενθυμίζει λοιπόν ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, τώρα στό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅτι ὁ ἀγώνας πού κάναμε ὅλη τήν περίοδο τῆς νηστείας, θά πρέπει νά ὁμοιάζει μ’ αὐτόν πού ἔκανε ὁ Λάζαρος. Νά συνεχισθεῖ δηλαδή ἕως τέλους μέ ὑπομονή, ἀλλά καί ὅτι δέν ἔχει καμιά ἀξία ἐάν δέν ἔχουμε ἀγάπη.
Καί ἐάν ἀκόμη ἔχουμε κάνει μεγάλες καί δύσκολες καί πολύωρες προσευχές καί ἐάν ἔχουμε χύσει πολλά δάκρυα καί ἐάν κουραστήκαμε πολύ στόν ἀγώνα, δέν κερδίσαμε τίποτα ἐάν τόν παρατήσουμε στήν μέση καί ἐάν δέν ἔχουμε ἀγάπη. Ἐάν δέν μιλᾶμε στόν γείτονά μας, ἐάν μισοῦμε τόν συνάνθρωπό μας, ἐάν ἐπιζητοῦμε τό κακό του διπλανοῦ μας, τότε ὅλοι μας οἱ κόποι μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα μηδέν. Καί ὄχι μόνο ἕνα μηδέν, ἀλλά χειρότερο ἀκόμη. Διότι λέει τά ἑξῆς ὁ Θεός γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν ἀγάπη: “Νηστείαν καί ἀργίαν καί τάς ἑορτάς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου… ὅταν ἐκτείνητε τάς χεῖρας ὑμῶν πρός με, ἀποστρέψω τούς ὀφθαλμούς μου ἀφ’ ὑμῶν, καί ἐάν πληθύνητε τήν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν… Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε… μάθετε καλόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καί δικαιώσατε χήραν· καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος” (Ἠσ. 1, 13-18).
Ἴσως μᾶς φαίνονται παράξενα αὐτά τά λόγια του Θεοῦ. Ὅμως πραγματικά ὁ Θεός καί τήν νηστεία τήν μισεῖ, καί τήν προσευχή δέν τήν ἀκούει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μέσα του ἀγάπη. Γι’ αὐτό λοιπόν καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει, τώρα στό τέλος τῆς νηστείας, τό χρέος τῆς ἀγάπης. Γιά νά μήν πᾶνε οἱ κόποι μας χαμένοι. Γιά νά μήν νομίζουμε ὅτι κάτι κάναμε.
Αὐτό πού πρέπει νά ἀποκτήσουμε μέ τήν βοήθεια τῆς νηστείας, εἶναι ἡ ἀγάπη. Καί αὐτό μᾶς τό ὑπενθυμίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, πάρα πολύ ὄμορφα, μέ τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, προβάλλοντας ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγήν τήν σκληρόκαρδη καί ὑλόφρονα τακτική του πλουσίου, καί παράδειγμα πρός μίμηση τήν ὑπομονή καί καρτερικότητα ἕως τέλους τοῦ Λαζάρου. Μᾶς καλεῖ, ἐάν ὁμοιάζει ἡ συμπεριφορά μας μέ αὐτήν τοῦ πλουσίου, ἔστω τώρα τήν ὕστατη στιγμή, νά ἀλλάξουμε πορεία. Νά πορευθοῦμε τόν δρόμο τῆς ἀγάπης. Καί ἐάν ὁμοιάζει μέ τήν συμπεριφορά τοῦ Λαζάρου, νά ὑπομείνουμε μέχρι τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καί κατ’ ἐπέκτασιν τῆς ζωῆς μας, μέ καρτερικότητα.
Δίνει λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο πού δέν ἔκανε καθόλου ἀγώνα τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, νά ἀρχίσει ἔστω καί τώρα, στό τέλος. Συνιστᾶ παράλληλα στόν ἀγωνιστή, πού ἀγωνίστηκε ὅλη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, νά μήν χάσει τήν ὑπομονή του καί πᾶνε οἱ κόποι του χαμένοι, καί νά ἀγωνιστεῖ ἕως τέλους.
Ἐάν πορευθοῦμε ἔτσι, τότε θά ἀκούσουμε ὅλοι μέ χαρά τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, πρῶτοι καί δεύτεροι, πλούσιοι καί πένητες, ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι, τόν κατηχητικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: “…Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον… Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἑνδεκάτην, μή φοβηθῇ τήν βραδύτητα· φιλότιμος γάρ ὦν ὁ δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον… Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἡμῶν”.