Οι μόνες άξιες για την πρωτιά

Ανάσταση Μυροφόρες

Χαράματα Κυριακῆς, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου, μία ὁμάδα ἁπλῶν γυναικῶν, φοβισμένων ἀλλά ἀποφασισμένων, ξεκινάει γιά νά ἐπιτελέσει ἕνα ἱερό καθῆκον. Καθῆκον τιμῆς πρός τόν κεκοιμημένο Ἰησοῦ. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῶν Ἰουδαίων, ἔπρεπε μία μέρα μετά τήν ταφή, νά ἁλειφθεῖ τό Πανάχραντο Σῶμα Του μέ ἀρώματα καί μύρα. Κοντά ἡ μία στήν ἄλλη, περπατοῦν μέ βιασύνη, κοιτοῦν τριγύρω μέ ἀγωνία μήπως κάποιος τίς παρακολουθεῖ, μήπως κάποιος τίς ἐμποδίσει νά φέρουν εἰς πέρας τήν ἱερή ἀποστολή τους καί σιγοψιθυρίζουν.

Μέσα στήν ὁμάδα τῶν γυναικῶν, ξεχωριστή θέση κατέχει ἡ Παναγία «ἡ ἄλλη Μαρία» (Ματθ. 28,1). Προπορεύεται. Περπατάει γοργά. Θέλει νά εἰσέλθει στόν Πανάγιο Τάφο ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Κρατάει στά χέρια της μυροδοχεῖο, ἔχει ὅμως καί μία κρυφή ἐλπίδα μέσα της.

Σήμερα εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπό ὅταν ὁ Υἱός της ἄφησε τήν τελευταία Του πνοή ἐπάνω στό Σταυρό. Ἄκουγε συχνά τό τελευταῖο διάστημα ἀπό τά πανάσπιλα χείλη τοῦ γλυκύ της Ἰησοῦ, ὅτι μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀνασταινόταν «…καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τό ἐμπαῖξαι καί μαστιγῶσαι καί σταυρῶσαι, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἀναστήσεται» (Ματθ. 20,19). Αὐτά τά λόγια Του, τά φύλαγε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ στήν καρδιά της καί σήμερα εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα…

Τήν θεόλεκτο χορεία αὐτή τῶν γυναικῶν τήν συμπληρώνουν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου, ἡ Σαλώμη, ἡ Ἰωάννα «καί αἱ λοιπαί σύν αὐταῖς». Ὁμάδα εὐλαβῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν πάντα δίπλα στόν Χριστό καί οἱ ὁποῖες «διηκόνουν αὐτῷ ἀπό τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,3). Ἡ ὁμάδα αὐτή ἦταν συνεχῶς κοντά στόν Χριστό μέχρι καί τήν Σταύρωσή Του. Ὅταν ὅλοι Τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει, ἀκόμα καί οἱ μαθητές Του, μέ ἐξαίρεση τόν Ἰωάννη, ἦταν οἱ μόνες πού δέν φοβήθηκαν νά βρίσκονται τίς δύσκολες ἐκεῖνες στιγμές κάτω ἀπό τόν Σταυρό καί νά ἐμψυχώνουν τόν Σταυρωθέντα.

Ἀλλά καί στήν ταφή Του ἦταν παροῦσες, «Κατακολουθήσασαι δέ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τό μνημεῖον καί ὡς ἐτέθη τό σῶμα αὐτοῦ» (Λουκ. 23,55). Εἶδαν ποῦ ἐτάφη ἀπό τόν Ἰωσήφ καί τόν Νικόδημο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀμέσως, γυρίζοντας στό σπίτι τους, ἄρχισαν νά ἑτοιμάζουν τά ἀρώματα καί τά μύρα, μέ τά ὁποῖα ἔπρεπε νά πᾶνε τήν ἄλλη μέρα νά ἁλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, «ὑποστρέψασαι δέ ἡτοίμασαν ἀρώματα καί μύρα» (Λουκ. 23,56).

Δέν πῆγαν ὅμως τήν ἑπομένη ἡμέρα διότι ἦταν Σάββατο, ἀργία. Ὁ Μωσαϊκός νόμος ἀπαγόρευε νά γίνονται ἐργασίες τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, «καί τό μέν σάββατον ἡσύχασαν κατά τήν ἐντολήν» (Λουκ. 23,56). Πῆγαν τήν μεθεπόμενη, τήν Κυριακή, «τῇ δέ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα» (Λουκ. 24,1).

Στόν δρόμο διαφαίνεται ἀπό τά ἱερά εὐαγγέλια νά τούς ἀπασχολεῖ πρός στιγμήν τό πῶς θά μποροῦσαν νά κυλίσουν τήν μεγάλη πέτρα πού ἦταν μπροστά στήν θύρα τοῦ μνημείου. Τά μνημεῖα τότε ἦταν λαξευμένα μέσα σέ βράχο, σάν μικρές σπηλιές, καί στήν εἴσοδο τοῦ μνημείου τοποθετοῦνταν ἕνας μεγάλος καί ἀσήκωτος λίθος ὥστε νά σφραγισθεῖ ὁ τάφος. Σκέφτονταν λοιπόν οἱ γυναῖκες αὐτές τό ποιός θά μποροῦσε νά τίς βοηθήσει νά μετακινήσουν τόν λίθο, «καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (Μάρκ. 16,3).

Ἀπάντηση βέβαια στό ἐρώτημα δέν μποροῦσε νά βρεθεῖ. Οἱ μόνοι πού θά μποροῦσαν νά βοηθήσουν θά ἦταν οἱ Ἀπόστολοι. Αὐτοί ὅμως ἦταν κλειδαμπαρωμένοι στό σπίτι τους «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Κοντά στόν τάφο, ἐκτός ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἄγριους ρωμαίους στρατιῶτες, δέν ὑπῆρχε ψυχή. Ἡ κουστωδία τῶν στρατιωτῶν δέν ἄφηνε κανέναν νά πλησιάσει τόν τάφο. Οἱ ἴδιοι βέβαια σέ καμιά περίπτωση δέν θά βοηθοῦσαν τίς γυναῖκες νά ἀποφραχθεῖ ἡ εἴσοδος τοῦ μνημείου. Καί ὄχι μόνο δέ θά βοηθοῦσαν, ἀλλά οὔτε καί τίς ἴδιες δέν θά ἄφηναν νά προσπαθήσουν, τουλάχιστον γιά τίς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες.

Ὅμως δέν πτοήθηκαν μέ τέτοιους λογισμούς. Δέν τούς ἔδωσαν κἄν σημασία. Κοντά στόν Χριστό εἶχαν μάθει νά πιστεύουν στήν Θεία Πρόνοια. Ἤξεραν ὅτι τό ἔργο αὐτό πού ἔκαναν ἦταν ἱερό καθῆκον καί συνεπῶς ὁ Θεός θά ἦταν δίπλα τους. Καί δέν διαψεύθηκαν. Ὅταν ἔφτασαν στόν τάφο «ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα» (Μάρκ. 16,4). Πῶς εἶχε μετακινηθεῖ ὁ λίθος; Μᾶς τό λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «καί ἰδού σεισμός ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γάρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ προσελθῶν ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ (Ματθ. 28,2).

Αὐτά τά θαύματα κάνει ἡ πίστη! Αὐτό τό θαῦμα ἔζησαν οἱ εὐλογημένες αὐτές γυναῖκες, προτοῦ ζήσουν τό μεγάλο θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τήν δυνατή τους πίστη τήν ἐπιβράβευσε ὁ Χριστός μέ τό νά φανερωθεῖ σ’ αὐτές πρῶτα ἀπ’ ὅλους καί νά τίς ἀπευθύνει τόν Ἀναστάσιμο χαιρετισμό, τό «Χαίρετε!». Ἦταν οἱ μόνες ἄξιες γι’ αὐτήν τήν πρωτιά!

Κάνει πραγματικά ἐντύπωση ἡ ἀκλόνητη πίστη αὐτῶν τῶν γυναικῶν. Οἱ γυναῖκες αὐτές, οἱ Μυροφόρες ὅπως εἶναι γνωστές, σέ ὅλη τους τήν πορεία κοντά στόν Χριστό ἔδειξαν τήν ἀφοσίωσή τους σ’ Αὐτόν, ἔδειξαν τίς ὑψηλές ἀρετές τους. Τόν ἀκολούθησαν παντοῦ, σέ ὅλες Του τίς πορεῖες, σέ ὅλες Του τίς ἀγωνίες. Τόν διακονοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους ἀγόγγυστα καί μέ περισσή χαρά. Καί ὅταν συνελήφθη ὁ Χριστός, δέν φοβήθηκαν οὔτε τόν Πιλάτο οὔτε τόν μανιασμένο ὄχλο οὔτε τούς ἀρχιερεῖς καί τούς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ οὔτε τούς αὐστηρούς ρωμαίους διοικητές καί στρατιῶτες οὔτε τόν λίθο ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου.

Ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ἡ πίστη καί ἡ ἀφοσίωσή τους, τούς χάρισε τήν πρωτιά. Τήν πρωτιά στήν χαρά…