Μεγάλη εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀρετῆς τῆς εὐχαριστίας πρός τόν Θεό. Ὁ ἀνενδεής Θεός δέν ζητάει ἀπό τούς ἀνθρώπους νά Τόν δοξάζουν. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τή δική μας εὐχαριστία. Μᾶς ζητάει ὅμως, γιά τό δικό μας καλό, νά Τόν τιμᾶμε καί νά Τόν δοξάζουμε. Εἶναι καί ἐντολή τῆς Καινῆς Διαθήκης: «ἐν παντί εὐχαριστεῖτε». Νά εὐχαριστεῖτε τόν Θεό γιά τό καθετί, λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος καί ἐπισημαίνει: «Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύφθηκε σέ σᾶς διά τοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Θεσ. ε΄ 18).
Γιατί νά δοξάζουμε τόν Θεό;
Γιατί νά πρωτοευχαριστήσουμε τόν Κύριο; Ὁ Θεός μᾶς ἔφερε ἀπό τό μηδέν στήν ὕπαρξη. Καταδέχτηκε γιά τή δική μας σωτηρία νά γίνει ἄνθρωπος. Γιά χάρη μας πέρασε θλίψεις, στερήσεις, ὀνειδισμούς καί ἡ ζωή Του κατέληξε σέ ἕναν ὀδυνηρό θάνατο. Μακροθυμεῖ στίς ἁμαρτίες μας καί περιμένει τή μετάνοιά μας.
Ὅλη ἡ κτίση ἔχει τεθεῖ στήν ὑπηρεσία μας: ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τά ἄστρα, οἱ θάλασσες, τά ποτάμια, τά ζῶα καί τά φυτά. Ὅλος αὐτός ὁ πλοῦτος καί ἡ ἀφθονία γιά τόν ἄνθρωπο!
Οἱ ἱκανότητές μας, τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς μας, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Ὅ,τι κάνουμε εἶναι ἀπό τά ἀγαθά πού μᾶς ἔχει προικίσει ὁ Θεός. Μᾶς ἔκανε ἀνθρώπους κι ὄχι ζῶα. Μᾶς ἔκανε ὀρθόδοξους Χριστιανούς κι ὄχι ἀλλόθρησκους ἤ αἱρετικούς. Στή θεία Λειτουργία κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σύζυγος, ἡ σύζυγος, τά παιδιά εἶναι δῶρο Θεοῦ. Οἱ φίλοι μας εἶναι δῶρο Θεοῦ. Οἱ συνάνθρωποί μας εἶναι δῶρο Θεοῦ. Ὅ,τι ἔχουμε στή ζωή μας εἶναι δῶρο Θεοῦ!
Νά δοξολογοῦμε τόν Θεό, ὄχι μόνο γιά τά μεγάλα, ἀλλά καί γιά τά μικρά κι ἀσήμαντα: Νά Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἐργασία μας. Νά Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τόν ἀέρα πού ἀναπνέουμε. Κι ἕνα ποτήρι δροσεροῦ νεροῦ, πού πίνουμε, ἀποτελεῖ ἀφορμή δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό ἀκόμη καί γιά τόν θάνατο, πού τερματίζει αὐτήν τήν ἁμαρτωλή ζωή καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια εὐφροσύνη.
Πόσο μᾶς εὐεργέτησε ὁ Θεός κατά τό παρελθόν, πόσο μᾶς εὐεργετεῖ στό παρόν καί τί μᾶς ἐπιφυλάσσει στήν αἰώνια ζωή!
Πόσο ὄμορφη θά ἦταν ἡ ζωή μας, ἐάν θεωρούσαμε τά πάντα ὡς δῶρα Θεοῦ. Ἐάν βλέπαμε τούς ἀνθρώπους μας ὡς δῶρο Θεοῦ, πόσο προσεκτικοί θά ἤμασταν νά μήν τούς λυπήσουμε, νά μήν τούς ἀδικήσουμε, νά μήν τούς προσβάλουμε. Πῶς θά συμπεριφερόμασταν στα παιδιά μας! Ποιά θά ἦταν ἡ στάση μας ἀπέναντι στά ὑλικά ἀγαθά! Πόσο θά προσέχαμε νά μήν καταστρέψουμε τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ!
Νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί στά δύσκολα
Ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβαίνει στή ζωή εἶναι ἀφορμή δοξολογίας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά ὅλα. Καί εἶναι εὔκολο νά τό κάνουμε αὐτό, ὅταν ὅλα μᾶς πάνε καλά. Εἶναι ὅμως ἀξιοθαύμαστο νά δοξολογοῦμε τόν Θεό σέ περίοδο πειρασμῶν καί θλίψεων.
Ἐμεῖς καί τότε, στίς δυσκολίες καί τίς ἀσθένειες τῆς ζωῆς, ὀφείλουμε νά δοξάζουμε καί νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. Καί ὁ Χριστός σέ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του πέρασε στερήσεις καί θλίψεις καί ἀπεῖχε ἀπό τήν καλοπέραση καί τήν εὐημερία.
Νά μήν γογγύζουμε οὔτε νά ἀγανακτοῦμε μέ τίποτα, ἀλλά νά λέμε «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», καί «εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος». Νά προσπαθοῦμε νά δοῦμε μέσα στίς δυσκολίες τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί τό θεϊκό Του θέλημα. Νά θεωροῦμε ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβαίνει καλό καί χρήσιμο· Καί μέ τίς εὐεργεσίες καί μέ τίς παιδαγωγίες Του, ὁ Θεός ἕνα σκοπό ἔχει: νά μᾶς σώσει. Νά μᾶς ὁδηγήσει σέ μετάνοια, νά γεννήσει μέσα μας τήν ταπείνωση, νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀγάπη Του.
Ἡ εὐχαριστία πρός τόν Θεό δυναμώνει τήν πίστη μας καί μᾶς φέρνει πιό κοντά σέ Αὑτόν. Ὁ ἄνθρωπος πού δοξολογεῖ τόν Θεό ἔχει μέσα του εἰρήνη καί ἀνάπαυση. Ἐνῶ ἡ ἀχαριστία καί ἡ γκρίνια μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, πού ἡ καρδιά τους ἀδιάκοπα Τόν εὐχαριστεῖ, σ’ αὐτούς δίνει τά χαρίσματά Του, σ’ αὐτούς στέλνει τή χάρη Του.
Ὡστόσο, προϋπόθεση τῆς εὐχαριστιακῆς πρός τόν Θεό ζωῆς εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἁμαρτωλή ζωή καί ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τούς ματαίους λογισμούς. Μόνο αὐτός πού ἀπέκτησε καθαρό νοῦ καί ἐνάρετη ζωή ἀπονέμει δοξολογία στόν Θεό. Ἔχοντας τόν νοῦ του μόνο στίς ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ξεχνᾶ τόν Θεό καί τίς εὐεργεσίες Του. Ὅταν ὅμως σηκώνει ἀγόγγυστα τόν σταυρό του στή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς ζωῆς, τότε μόνο εἶναι ἱκανός νά δοξολογεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Ἡ ζωή μας νά γίνει εὐχαριστηριακή
Τό πρωί πού ξυπνᾶμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό πού παράτεινε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας γιά μία ἀκόμη μέρα. Τό βράδυ, ὅταν τελειώνει ἡ ἡμέρα καί πηγαίνουμε νά πέσουμε στό κρεβάτι, ἀφοῦ ἀναλογιστοῦμε τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, μέ ὅλη μας τή δύναμη πάλι νά Τόν εὐχαριστήσουμε. Νά μή ζοῦμε ἐγωιστικά κι αὐτόνομα, ἀλλά εὐχαριστιακά. Νά μήν κάνουμε κατάχρηση τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σωστή χρήση. Νά ἐκτιμοῦμε τούς ἀνθρώπους γύρω μας, νά τούς ἀγαποῦμε, νά χαιρόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Νά θυσιαζόμαστε καί νά προσφερόμαστε στόν ἄλλο.
Τέλος, νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά ἀφυπνίζει μέσα μας τόν ἱερό πόθο, ὥστε νά Τόν δοξάζουμε. Στη σκέψη μας νά κατέχει κυρίαρχη θέση ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὅλες τίς στιγμές τῆς ζωῆς μας νά τίς ζοῦμε εὐχαριστηριακά. Μέ τόν νοῦ, μέ τή ζωή, μέ τό στόμα μας, νά μάθουμε νά λέμε πάντα «δόξα τῷ Θεῷ!».