Πολλοί εἶναι οἱ πειρασμοί καί οἱ παγίδες πού μᾶς στήνει ὁ πονηρός. Πολλά εἶναι καί τά ὅπλα πού μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά νά πολεμήσουμε τά πάθη μας καί νά ἑλκύσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μήν ἁμαρτάνουμε. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἕνα ἀπό αὐτά.
Αὐτομεμψία εἶναι νά ἐνοχοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά τόν κατακρίνουμε γιά τίς ἁμαρτίες του· νά ἔχουμε ταπεινό φρόνημα καί νά πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Βέβαια, νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, χωρίς ὅμως νά τόν ἐξουθενώνουμε ἤ νά φτάνουμε στήν ἀπελπισία, ἀλλά νά ἐλπίζουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας βρίσκεται στήν αὐτοκατηγορία. Εἶναι ἡ σπουδαιότερη πνευματική ἐργασία, πού ἔχει νά κάνει ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος μέσα του.
Ρώτησαν κάποτε ἕνα Γέροντα: «Τί περισσότερο βρῆκες στόν δρόμο τῆς μοναχικῆς σου ζωῆς;». Αὐτός ἀπάντησε: «Ἔμαθα στό καθετί νά κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου». Πράγματι, δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό αὐτόν. Χωρίς τήν αὐτομεμψία, δύσκολα στέκεται ὁ ἄνθρωπος. Ἄν θέλουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη καί νά σταματήσουμε νά ἁμαρτάνουμε, ἄς μάθουμε νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας.
Εἶναι πολύ ὠφέλιμο νά κατηγορεῖ κανείς τόν ἑαυτό του γιά τά πάθη, τά σφάλματα καί τίς ἁμαρτίες του.
Ὅταν κανείς κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, παύει νά κατακρίνει τόν πλησίον. Σκέφτεται, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτός νά ἐλέγξει κάποιον ἄλλον, ὅταν ὁ ἴδιος ἔχει τά χάλια του; Βλέπει τό δοκάρι πού εἶναι στό δικό του μάτι καί παραβλέπει τό μικρό ἀγκαθάκι, πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδερφοῦ του.
Ὅταν δικαιολογοῦμε τόν ἑαυτό μας, προσπαθοῦμε νά δικαιωθοῦμε, νά περισώσουμε μέσα μας τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας. Καί τότε γεμίζουμε ἀπό ἄγχος καί λογισμούς. Ἐνῶ, ὅταν κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, ἀμέσως ἔρχεται μέσα μας ἀνακούφιση καί χαρά. Ὅταν λοιπόν μᾶς ἔρχονται λογισμοί ὅτι ὁ ἄλλος μᾶς ἀδίκησε, μᾶς περιφρόνησε καί μᾶς πρόσβαλε, ἐμεῖς ἀμέσως νά καταφύγουμε στήν αὐτομεμψία.
Ἐπίσης, νά ἐφαρμόζουμε τήν αὐτομεμψία στούς πειρασμούς καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Τίς δύσκολες αὐτές στιγμές, ἀντί νά γκρινιάζουμε καί νά στενοχωριόμαστε, νά θεωρήσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀξίους αὐτῶν τῶν παθημάτων. Νά ποῦμε μέσα μας: «Καλά νά πάθουμε, τέτοιοι πού εἴμαστε». Ἀμέσως θά νιώσουμε τό βάρος νά φεύγει ἀπό πάνω μας καί ἡ δοκιμασία νά ἁπαλύνεται.
Δέν ἔχουμε συνηθίσει νά βλέπουμε τίς ἁμαρτίες μας καί νά κλαῖμε γι’ αὐτές. Ἄν τό κάναμε αὐτό, θά ἀποφεύγαμε κάθε ταραχή μέ τούς συνανθρώπους μας. Γι’ αὐτό ἔχουμε θλίψη. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν ἔχουμε ἀνάπαυση. Ἄν δέν ξεκινήσουμε νά ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη καί νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας γιά τό καθετί, δέν θά βροῦμε ἀνάπαυση. Καί συνέχεια θά στενοχωριόμαστε.
Ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού νομίζουμε ὅτι δέν δώσαμε καμία ἀφορμή στόν ἄλλο, ἐμεῖς πάλι νά κατηγορήσουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί, ἄν ἐξετάσουμε μέ φόβο Θεοῦ τόν ἑαυτό μας, θά διαπιστώσουμε ὅτι φταῖμε κι ἐμεῖς. Καί ἄν δέν φταίξαμε τώρα, σίγουρα θά φταίξαμε στό παρελθόν.
Ἄλλη περίπτωση γιά νά ἐφαρμόσουμε τήν αὐτομεμψία εἶναι, ὅταν οἱ ἄλλοι λένε καλά λόγια γιά μᾶς και μᾶς περιποιοῦν κάποια τιμή. Ἔτσι, ὅταν μᾶς ἔρχονται λογισμοί ὑπερηφανείας, ὅτι εἴμαστε καλοί Χριστιανοί καί ἐνάρετοι, ἐμεῖς νά τούς ἀπαντοῦμε ὅτι οὔτε ἅγιοι εἴμαστε οὔτε ἀπό τά πάθη μας ἀκόμα ἀπαλλαγήκαμε. Ἐκείνη τήν ὥρα νά σκεφτοῦμε ὅτι ὁποιοδήποτε καλό κάναμε, ἔγινε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς συνεχίζουμε νά εἴμαστε ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί κι ἐμπαθεῖς.
Γιά νά εἶναι ὅμως σέ θέση κανείς νά ἐλέγχει καί νά κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, πρέπει πρῶτα νά τόν γνωρίσει. Προϋπόθεση δηλαδή τῆς αὐτομεμψίας ἀποτελεῖ ἡ αὐτογνωσία. Καί ἔπειτα χρειάζεται νά παρακολουθεῖ κανείς συνεχῶς τόν ἑαυτό του. Νά βλέπει τά λάθη του, τίς ἀστοχίες του, τίς πτώσεις του. Διότι, ἐάν κανείς ἔχει μία ἰδανική εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό του ἤ δέν τόν γνωρίζει, πῶς νά τόν κατηγορήσει;
Ταπεινές σκέψεις αὐτομεμψίας μᾶς ἔχουν παραδώσει οἱ ἅγιοι Πατέρες: «Ντροπιασμένε ἄνθρωπε, πού ξοδεύεις τή ζωή σου ἀνόητα. Ἀλίμονο σέ σένα. Ἄφησες τόν ἑαυτό σου, ἐνῶ εἶναι γεμάτος ἀπό ἁμαρτία, καί κατακρίνεις ἄλλους μέ λόγια καί σκέψεις. Σύνελθε καί διορθώσου». Ὅλα αὑτά τά θύμιζαν στόν ἑαυτό τους κάθε ἡμέρα, ὥστε, ὅταν συναντοῦσαν πειρασμό ἤ θλίψη, νά μποροῦν νά κάνουν ὑπομονή καί νά μείνουν στήν ταπείνωση. Κατηγοροῦσε ἕνας Γέροντας τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε ὅτι «ἀκόμη κι ὁ σκύλος εἶναι καλύτερος ἀπό ἐμένα, γιατί καί ἀγάπη ἔχει καί δέν κατακρίνει». Ἔτσι κι ἐμεῖς, νά λέμε στόν ἑαυτό μας ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε μεγάλοι ἁμαρτωλοί, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ἐπίγειοι ἄγγελοι. Ὅλοι καλοί εἶναι, ἐμεῖς δέν εἴμαστε καλοί.
Νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας καί ἄς μή συναισθανόμαστε αὐτά πού καταλογίζουμε στόν ἑαυτό μας. Σιγά-σιγά θά δοῦμε ὅτι ἡ καρδιά μας θά συντρίβεται, θά μαλακώνει καί θά συναισθάνεται τά λόγια τῆς αὐτομεμψίας.
Αὐτός πού κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, ἀρχίζει νά γνωρίζει τά ἁμαρτήματα του. Κι ὅταν γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του, μαλακώνει, γίνεται πιό ἐπιεικής ἀπέναντι στούς ἄλλους. Ὁδηγεῖται σέ διαδικασία διόρθωσης τοῦ ἑαυτοῦ του.
Μήν περιμένουμε λοιπόν νά μᾶς ἐλέγξουν οἱ ἄλλοι, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά ἐλέγχουμε τόν ἑαυτό μας. Ὅταν πιάνουμε τόν ἑαυτό μας νά σφάλλει, ὅταν βλέπουμε μέσα μας λογισμούς κατάκρισης, ὑπερηφάνεια καί κενοδοξία, νά καταφεύγουμε στήν αὐτομεμψία καί πολύ θά ὠφεληθοῦμε. Ἔτσι θά ἔρθει ἡ ταπείνωση, καί θά πᾶμε πιό κοντά στό Θεό. Ἔτσι καλλιεργεῖται ἡ μετάνοια καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουμε ὡς παράδειγμα τούς Ἁγίους μας, πού θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τούς τόν χειρότερο ὅλων. Αὐτόν τόν δρόμο μᾶς ἔδειξαν οἱ Ἅγιοι, αὐτόν νά ἀκολουθήσουμε καί ἐμεῖς.