Εἰσαγωγή
Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι πέρα καί ἔξω ἀπό τήν φύση του, ἀφοῦ ὁ Θεός τόν ἔπλασε ἀθάνατο. Μετά τήν πτώση του ὅμως καί τήν ἔξοδό του ἀπό τόν Παράδεισο, ὁ θάνατος εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔγινε ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου. Ἔπρεπε νά ἔρθει ὁ ἴδιος ὁ Θεός στήν γῆ, νά λάβει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά νικήσει τόν θάνατο, ὥστε νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τήν ἀθάνατη καί αἰώνια ζωή. Ἡ νίκη αὐτή τοῦ Θεανθρώπου ἐναντίον τοῦ θανάτου ἔγινε ἀφοῦ πρῶτα τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο «τόν πλήγωσε στήν φτέρνα» ὁ θάνατος. Ἀλλά στήν συνέχεια, μέ τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός συνέτριψε τό κράτος τοῦ θανάτου. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ πρώτη προφητεία γιά τήν ἔλευση καί τό ἔργο τοῦ Σωτῆρος στήν γῆ (πρωτευαγγέλιο), ἡ ὁποία εἰπώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μέσα στόν Παράδεισο, ἀμέσως μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων: «Kαί ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ καί ἀνά μέσον τῆς γυναικός καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματός σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γεν. 3,15).
Γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, πού δέν πιστεύουν σ’ Αὐτόν οὔτε στίς σωτήριες ἀλήθειες Του, ὁ θάνατος φαντάζει ὡς ὁ ἀκαταμάχητος καί ἀνίκητος ἐχθρός. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά τούς ἄπιστους ὁ θάνατος ἀποτελεῖ λύπη ἀβάσταχτη, «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13). Καί αὐτό συμβαίνει διότι οἱ ἄπιστοι δέν ἔχουν ἐλπίδα αἰώνιας ζωῆς. Νομίζουν ὅτι ἡ ταφόπλακα ἀποτελεῖ καί τόν ἐπίλογο γιά τόν ἄνθρωπο. Δέν μποροῦν νά διανοηθοῦν ὅτι πέρα ἀπό τόν τάφο ὑπάρχει ζωή, καί μάλιστα ἡ ἀληθινή ζωή. Ἡ ζωή χωρίς τέλος. Ἡ ζωή μέ Ζ κεφάλαιο.
Γιά τόν ἄνθρωπο πού πιστεύει στόν Θεό, ὁ θάνατος, σύμφωνα μέ τήν τρίτη εὐχή τῆς Γονυκλισίας πού ἀκοῦμε τήν Πεντηκοστή, ἀποτελεῖ τήν μετάβαση ἀπό τά λυπηρότερα στά πολύ εὐχάριστα καί χαρούμενα. «Οὐκ ἔστιν οὖν, Κύριε, τοῖς δούλοις σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπό τοῦ σώματος, καί πρός σέ τόν Θεόν ἐνδημούντων, ἀλλά μετάστασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα, καί ἀνάπαυσις καί χαρά». Αὐτή εἶναι ἡ πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό εἶναι τό κήρυγμα τῶν Πατέρων μας, αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων. Ἔτσι λοιπόν, ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός βλέπει τόν θάνατο ἀπό ἕνα διαφορετικό πρίσμα, τό ὁποῖο τοῦ προσφέρει τήν ἐλπίδα καί τήν πεποίθηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν χάνεται μέ τόν θάνατο, ἀλλά μεταβαίνει σέ μιά ἄλλη ζωή, πολύ ἀνώτερη ἀπό τήν παροῦσα.
Τίθεται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, ἐάν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐκδημεῖ, ἔχει ἀνάγκη βοηθείας ἀπό τούς γνωστούς καί συγγενεῖς του, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται ἐν ζωῇ. Καί ἐπίσης ἕνα δεύτερο πολύ σημαντικό ἐρώτημα, ἐάν ὑπάρχει αὐτός ὁ τρόπος βοηθείας γιά τούς κεκοιμημένους. Οἱ ἐρωτήσεις αὐτές ἐκπηγάζουν κυρίως ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔχουν ζήσει πρόσφατα τόν ἀποχωρισμό κάποιου προσφιλοῦς τους προσώπου. Τότε ἀναφύονται πολλά καί διάφορα ἐρωτήματα ὅσον ἀφορᾶ τόν θάνατο, τήν ψυχή, τήν πορεία τῆς ψυχῆς πρός τήν ἄλλη ζωή, τόν τόπο τοποθέτησης τῆς ψυχῆς καί τήν κατάστασή της. Ὅπως ἐπίσης καί ἄλλα γενικότερα μεταφυσικά ἐρωτήματα, ὅπως τό γιατί πεθαίνουμε, ποῦ πάει ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο, ἄν συναντάει δυσκολίες, ἄν μποροῦμε νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τούς κεκοιμημένους μας ἤ αὐτοί μαζί μας καί πολλά ἄλλα τέτοια.
Οἱ ἀπαντήσεις οἱ ὁποῖες δίνονται εἶναι πολλές καί διαφορές. Ἔχουν νά κάνουν μέ τά πιστεύω τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά βρεῖ πειστικές ἀπαντήσεις. Γιά νά βροῦμε ὅμως τίς σωστές ἀπαντήσεις καί κυρίως τήν ἀλήθεια, θά ψάξουμε στήν ἀνόθευτη πηγή ἀληθείας, πού εἶναι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Μόνο ἐκεῖ θά μπορέσουμε νά λύσουμε τίς ἀπορίες μας, ἀλλά καί θά μπορέσουμε νά βροῦμε τούς τρόπους βοηθείας γιά τούς κεκοιμημένους μας. Διότι αὐτοί οἱ τρόποι ὑπάρχουν, καί μάλιστα εἶναι πολύ σημαντικοί καί ἀποτελεσματικοί.
Ἡ προσφορά ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο δέν σταματάει στόν τάφο, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί πέρα ἀπό αὐτόν. Καί μάλιστα, συνήθως, ἡ ἀνάγκη γιά βοήθεια εἶναι πολύ μεγαλύτερη στόν ἄνθρωπο πού ἔχει φύγει ἀπό τήν ζωή, ἀφοῦ ἡ ἀδυναμία νά ἀντιληφθοῦμε τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται, ἀλλά καί τίς ἀνάγκες τίς ὁποῖες ἔχει, ὁδηγεῖ τούς συγγενεῖς στήν ἀδράνεια καί στό νά ἀφήνουν ἀβοήθητο τόν ἄνθρωπό τους. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἡ ὀρθή γνώση καί τῆς μεταθανάτιας πορείας, ἀλλά καί τῶν μέσων πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, δίνει τήν δυνατότητα σέ ὅποιον θέλει νά στηρίξει καί νά ἐνισχύσει τόν κεκοιμημένο, νά μπορεῖ νά τό κάνει.
Ἐπειδή ἔχουμε χρέος νά βοηθήσουμε τούς κεκοιμημένους μας, εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουμε τήν ἀπαραίτητη γνώση, ἀλλά καί τήν διάθεση προσφορᾶς πρός αὐτούς. Στά ἑπόμενα τεύχη λοιπόν θά ἀσχοληθοῦμε ἐκτενέστερα μέ τήν διαδικασία μετάβασης τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν μιά στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά καί μέ τούς τρόπους βοηθείας τῶν κεκοιμημένων.